1ο Διεθνές Συνέδριο Μουσικολογίας |
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής – από την πολυφωνική μουσική του 14ου αιώνα έως και το ρομαντισμό – οι συνθέτες δούλευαν πάνω σε συγκεκριμένες σταθερές – ή, το πολύ, μακροπρόθεσμα μεταβαλλόμενες – μορφές, με πρόθεση περισσότερο τη διατήρηση παρά την καταστροφή τους. Με την επικράτηση της ενόργανης (απόλυτης) μουσικής κατά την περίοδο της εποχής μπαρόκ, και ιδιαίτερα των περιόδων του κλασικισμού και του ρομαντισμού, η κριτική απέκτησε σταδιακά όλα εκείνα τα απαραίτητα εφόδια για την προσέγγιση και ανάλυση των μουσικών έργων, αφού μέσα από τον τεράστιο όγκο ομοειδών, κάθε φορά, μορφών, ειδών και γενικότερα καλλιτεχνικών έργων, μπορούσε, προβαίνοντας σε συγκρίσεις, να επιλέγει ή να απορρίπτει. Ο κριτικός ενός έργου του 18ου ή του 19ου αιώνα δεν είχε παρά να λάβει υπ’ όψιν του δύο παραμέτρους: α) την ποιότητα και την αξία της αρχικής ιδέας και β) τον τρόπο πραγμάτωσής της μέσα στο έργο.Στο βαθμό που, στη μουσική του 20ού αιώνα, η αρχική ιδέα όχι μόνο δεν έχει νόημα να είναι καλή ή κακή, αλλά επιπλέον καταλήγει να είναι μία αφηρημένη και, σε τελευταία ανάλυση, εξωμουσική έννοια, στο βαθμό δηλαδή που οι διαδικασίες της σύνθεσης δεν επιτρέπουν μία τέτοια κριτική στάση και η ίδια η μουσική βρίσκεται σε κρίση προσπαθώντας να αυτονοηματοδοτηθεί, η κριτική της σύγχρονης μουσικής δεν μπορεί παρά να βρίσκεται και αυτή σε κρίση.
© Περιοδικό «Μουσικολογία»