Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 4-6 Νοεμβρίου 2003
Το πρώτο ήμισυ του δέκατου έβδομου αιώνα έχει πλατιά αναγνωριστεί σαν περίοδος αποφασιστικής σημασίας για την πορεία της δυτικής μουσικής, τόσο της φωνητικής όσο και της ενόργανης. Ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης μουσικής και λόγου, σε συνδυασμό με την εμφάνιση της γραμμής του continuo και νέων μορφών σύνθεσης, ασκούν καταλυτική επίδραση στη μουσική εξέλιξη και σχετίζονται με ένα πλήθος προβλημάτων, αφορούντων τον καθορισμό επαρκών κριτηρίων για την απόδοση «ταυτότητας» στα καινούργια είδη, την εξέταση των ήδη υπαρχόντων και της εξέλιξής τους και, τέλος, την ερμηνεία και την εν γένει αξιολόγηση των έργων.Για την ιστορική μουσικολογία, η επίτευξη μίας εμπεριστατωμένης «ανάλυσης» άπτεται άμεσα της καλύτερης δυνατής αξιοποίησης ιστορικών δεδομένων, βιογραφικών και αρχειακών στοιχείων, αισθητικών-φιλοσοφικών αντιλήψεων των δημιουργών και του επαγγελματικού-κοινωνικού τους περιβάλλοντος, εκτελεστικών πρακτικών κ.λπ., παραγόντων οι οποίοι από κοινού χαρακτηρίζουν – σε διαφορετικό, φυσικά, κατά περίπτωση βαθμό – το προφίλ της μουσικής σύνθεσης. Η κατανόηση της εκάστοτε αναλυτικής μεθοδολογίας και της χρησιμότητάς της στη μελέτη της μουσικής θεωρίας καθώς και στην καλλιτεχνική ερμηνεία καθίσταται δυνατή μέσω της πρακτικής της εφαρμογής σε – ανέκδοτα και μη – παραδείγματα φωνητικής και οργανικής μουσικής, παρμένα από το ιταλικό και γερμανικό ρεπερτόριο της περιόδου.
© Περιοδικό «Μουσικολογία»