Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 4-6 Νοεμβρίου 2003
Ο σχετικισμός (της μόδας στην μουσικολογία όσο και αλλού) καταλήγει σε αντίφαση, αφού σε έναν κόσμο που γίνεται αντιληπτός ως άθροισμα υποκειμενικών προοπτικών δεν υπάρχει χώρος για μια προοπτική που μπορεί να περιλαμβάνει τις υπόλοιπες ως υποκειμενικές. Τόσο ο σχετικισμός, όσο και ο αντίπαλός του αντικειμενισμός, είναι προσκολλημένοι στο διώνυμο: ερμηνευτής / κείμενο. Θα υποστηριχθεί στην παρούσα εργασία ότι μια οδός εκτός του αδιεξόδου μεταξύ σχετικισμού και αντικειμενισμού είναι αυτή που προσφέρεται από την κατεύθυνση της τριωνυμίας, της θεώρησης δηλαδή ως βασικής της ερμηνευτικής σχέσης που περιλαμβάνει έναν ερμηνευτή Α, το κείμενο Κ, και έναν ερμηνευτή Β. Η μετατόπιση προς την τριωνυμία υπαγορεύεται από την αναγνώριση της διάχυτης γλωσσικής ή / και ιστοριογραφικής διαμεσολάβησης, μέσα από την οποία μας δίδεται κάθε ιστορική γνώση, καθώς και από την προσπάθεια να μετριασθούν τα αρνητικά αποτελέσματα από τις ψευδαισθήσεις που δημιουργεί η μεταφορική έννοια του «διαλόγου» μεταξύ ενός ερμηνευτή και ενός κειμένου.Περαιτέρω, διευρύνοντας τη συναφή έννοια της triangulation του Donald Davidson: εάν από την οπτική γωνία της ιστοριογραφικής δραστηριότητας του ερμηνευτή Α η αναφορά (reference) δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά ως συνδέουσα λέξεις με πράγματα, ο ερμηνευτής Β έχει τη δυνατότητα να θεωρήσει την αναφορά ως συνδέουσα τις λέξεις του Α με «γλωσσικά πράγματα». Ο όρος ανήκει στον Frank Ankersmit και αναφέρεται στις οντολογικά υβριδικές οντότητες που κρύβονται πίσω από εκφράσεις του τύπου «Ο Ναπολέων του Τσβάιχ», ή, π.χ., «ο Μπετόβεν του Βάγκνερ» και «ο Μπαχ του Βέμπερν». Μάλιστα, θα ισχυριστώ ότι από τη στιγμή που γίνει δεκτή η τριωνυμία, ο λόγος του Α μπορεί να τεθεί συνολικά υπό το σημείο της γλωσσικής πραγμοείδειας (linguistic thingness). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι ο ερμηνευτής Β δεν είναι υποχρεωμένος να αποδεχθεί προκαταβολικά ούτε την ιστορική ύπαρξη ούτε τον τρόπο της παρουσίασης του θέματος· ότι αυτά (η ύπαρξη και ο τρόπος παρουσίασης) τίθενται σε εποχή· και ότι ταυτόχρονα ο ερμηνευτής Β απελευθερώνεται από την υποχρέωση να θεωρήσει στοιχεία του λόγου του Α είτε ως «αληθή» είτε ως «ψευδή». Ο ερμηνευτής Β μπορεί να προσαρμόζει συνεχώς την κατανόηση του λόγου του Α στην κατανόηση του θέματος, με στόχο να φτάσει σε κάποια προσωπική κατανόηση του τελευταίου, βασιζόμενος σε συγκεκριμένες όψεις του θέματος που γίνονται αντιληπτές με την βοήθεια της έννοιας του δειγματισμού (exemplification) του Nelson Goodman.Με βάση τα παραπάνω επιχειρείται μια κριτική κατανόηση της έννοιας «Floskel» («κλισέ») στην ιστοριογραφία για τον Machaut.
© Περιοδικό «Μουσικολογία»