Τα παραδοσιακά εγχειρίδια μορφολογίας πάσχουν από ανεπάρκειες που σπάνια αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και ιδιαίτερα από τους άμεσα ενδιαφερόμενους παράγοντες, αυτούς της βασικής μουσικής εκπαίδευσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μιαν άνευ κριτικής αποδοχή τους, που διαιωνίζει μια μονομερή αντίληψη για το αντικείμενο την οποία και δογματοποιεί, αναπαράγοντας μεθόδους διδασκαλίας μηχανιστικές και στερημένες από τη δυνατότητα μιας διεύρυνσης των μεθοδολογικών προσεγγίσεων του προβλήματος της μουσικής μορφής. Προϋπόθεση δε και αφετηρία μιας διευρυμένης θεώρησης της μουσικής μορφής δεν μπορεί να είναι παρά ένα θέτειν υπό ερώτημα της «χρησικτησιακά» αυτονόητης οντολογίας της:Όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, «το σχήμα το ίδιο δεν συνιστά ακόμη γνώση: κάνει δυνατή τη γνώση», ή, λίγο παρακάτω, «αποτελεί βοηθητικό μέσο προσανατολισμού». Το μορφολογικό σχήμα είναι μια αφαίρεση, ένα γενικό δια του οποίου βεβαίως και αναγκαία δύναται και πρέπει να αναγνωρίζεται το ιδιαίτερο και το ενικό. Ακριβώς προς αυτά τα δυο τελευταία στρέφεται η γνώση και προσπαθεί να διερευνήσει και να ερμηνεύσει η μουσικολογική σκέψη.
- Ποιος είναι ο μορφολογικός προσδιορισμός, η μορφολογική ταυτότητα ενός γρηγοριανού άσματος, ενός πολυφωνικού μοτέτου του Palestrina, μιας φαντασίας για λαούτο, ή ακόμη μιας καντάτας του Webern και μιας σύνθεσης του Ligeti ή του Boulez, αναφορικά με τα απολιθωμένα σχήματα της παραδοσιακής μορφολογίας;
- Μπορεί κανείς να αποκτήσει μιαν ικανοποιητική ερμηνεία ενός από τα τελευταία κουαρτέτα του Beethoven με το να τα προσαρμόζει χονδροειδώς στα ασφυκτικά αφηρημένα μορφικά πρότυπα μιας διδασκαλίας της μορφής που παραδόξως θεμελιώνεται γενετικά στην ίδια του τη μουσική της δεύτερης περιόδου;
Τα παραδοσιακά εγχειρίδια μορφολογίας περιορίζονται έτσι αναγκαστικά σε μια περίοδο που δεν καλύπτει πάνω από δύο αιώνες, αφήνοντας στο σκοτάδι τις μορφοπλαστικές αρχές που διέπουν τη μουσική από το γρηγοριανό μέλος έως το μπαρόκ και το σύνολο σχεδόν της σύγχρονης μουσικής, όπου, ως γνωστόν, αναδείχτηκε σε ιδανικό η μορφική αυτονομία, ο μορφικός αυτοπροσδιορισμός σχεδόν κάθε έργου και μαζί η δυσκολία διατύπωσης μιας ενιαίας μορφολογίας της μουσικής του 20ού αιώνα.Ο Kühn παρουσιάζει ως πρωταρχικό μεθοδολογικό του στόχο τη διερεύνηση και κατηγοριοποίηση των κυριοτέρων μορφοπλαστικών αρχών. Θεμελιώδεις έννοιες, συγκροτησιακές της μουσικής μορφής εν γένει, όπως επανάληψη, παραλλαγή, διαφοροποίηση, αντίθεση, ασχεσία (Beziehungslosigkeit), εξετάζονται στις συγκεκριμένες ιστορικές τους εκφάνσεις και παρακολουθείται η εξέλιξή τους.Η παρουσίαση στέκεται στα σημαντικά ζητήματα που θίγονται στο βιβλίο και δείχνει τον τρόπο με τον οποίο το πρωτότυπο αυτό έργο έρχεται να διευρύνει τόσο τον ιστορικό, όσο και τον μεθοδολογικό ορίζοντα του τόσο σημαντικού για την μουσική παιδεία αντικειμένου της μορφολογίας.
© Περιοδικό «Μουσικολογία»