Περιλήψεις τεύχους 16 (2002)
Βιβλιοπαρουσίαση

Thomas J. Mathiesen
Apollos Lyre. Greek Music and Music Theory in Antiquity and the Middle Ages, University of Nebraska Press, Lincoln και Λονδίνο 1999 (806 σελ.).
Παρουσίαση: Καίτη Ρωμανού

Thomas J. Mathiesen, Apollo's LyreΟ Αμερικανός μουσικολόγος Thomas J. Mathiesen, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, είναι ένας από τους κορυφαίους ερευνητές της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής και της παραδόσεως της θεωρίας της στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Αυθεντία στην ιστορία – κυρίως της θεωρίας – της μουσικής, στην κριτική κειμένου, την βιβλιογραφία και την κωδικολογία, είναι ο συντάκτης του καταλόγου των χειρογράφων για την αρχαία ελληνική μουσική στην διεθνή έκδοση των πηγών της μουσικής RISM: Ancient Greek Music Theory: a catalogue raisonné of Manuscripts, RISM, B/XI (1988). Το 1982 ίδρυσε την σειρά κριτικών εκδόσεων και μεταφράσεων θεωρητικών διατριβών στην αρχαία ελληνική και τα λατινικά, Greek and Latin Music Theory, ενώ διευθύνει επίσης το ηλεκτρονικό πρόγραμμα Thesaurus Musicarum Latinarum, μία βάση δεδομένων με πλήρη κείμενα μουσικών διατριβών στα λατινικά ως τον 16ο αιώνα. Στις δημοσιεύσεις του περιλαμβάνεται και η αγγλική μετάφραση και σχολιασμός του Περί Μουσικής του Αριστείδη Κοϊντιλιανού, Aristides Quintilianus on Music in Three Books (New Haven, CT, 1983).

Ο Thomas J. Mathiesen πιστεύει πως πλέον σήμερα οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί επιτρέπουν – «υπό τον όρο ότι η κρίση θα είναι απελευθερωμένη από προκαταλήψεις» – να κατανοήσουμε τον κόσμο της αρχαίας ελληνικής μουσικής, σε όλες του τις διαστάσεις, και να αιτιολογήσουμε έτσι την επιρροή που άσκησε (στη Δύση, όσο και στην Ανατολή, το Βυζάντιο και το Ισλάμ) τόσο στην ίδια τη μουσική, όσο και στις επιστήμες, ακόμη και τις θρησκείες. Πιστεύει, μάλιστα, ότι η κατανόηση της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση των πολιτισμών αυτών, εν γένει.

Ήδη στις πρώτες σελίδες της εισαγωγής του περιγράφει την ορμητικότητα, τον θαυμασμό και την περιέργεια των Δυτικών, την υπερπαραγωγική δραστηριότητά των στην μελέτη, την διάδοση και την ερμηνεία της ελληνικής μουσικής, και την ανάδειξή της σε πρότυπο της δυτικής, από τους πρώτους χρόνους του Μεσαίωνα (με τον Βοήθιο τον 6ο αιώνα) ως τον 20ό αιώνα (με τον Γιάννη Ξενάκη).

Με μία γραφή που καλύπτει την σχολαστική έρευνα με ζωντάνια, χάρη στην ικανότητά του να βλέπει πολλές από τις σημασίες των πηγών του και να τις συγκρίνει με μεταγενέστερες, ο Mathiesen δίνει μαζί με τις ακριβείς πληροφορίες περί των πηγών αυτών (όπως την ιστορία όλων των χειρογράφων, όπου διασώζονται οι θεωρητικές διατριβές, ή και των πρώτων εκδόσεών τους) και την ατμόσφαιρα, την αίσθηση, τον χαρακτήρα του ενδιαφέροντος και της έρευνας για την ελληνική μουσική· μας βοηθά να αντιληφθούμε πως οι δυτικοί, και κυρίως οι ουμανιστές λάτρεις της ελληνικής μουσικής, που την ανίχνευσαν με δημιουργική, νεανική όρεξη, καθώς και οι πρώτοι εκδότες σημαντικών συλλογών, δεν ανταποκρίνονται στην εικόνα που έχουμε σήμερα για τον σχολαστικό φιλόλογο – μια εικόνα αντίθετη προς αυτήν του καλλιτέχνη.

Αρχίζοντας την εισαγωγή του έργου του με μία αναφορά του Βιτρούβιου (στο De Architectura) στην επιστήμη της αρμονικής, ο Mathiesen θίγει ευθύς εξαρχής κύρια διδάγματα του βιβλίου του: 1. το ευρύτατο περιεχόμενο των θεμελιωδών μουσικών όρων στους Αρχαίους Έλληνες, 2. την ισχυρότατη επίδραση που άσκησε η επιστήμη αυτή όχι μόνο στην μουσική των διάδοχων πολιτισμών, αλλά και σε πολλά άλλα πεδία γνώσης (όπως και την αρχιτεκτονική – περί της οποίας ομιλεί ο Βιτρούβιος), και τον ρόλο των Δυτικών μελετητών στην διάδοση και κατανόηση της αρχαίας ελληνικής μουσικής, 3. τον διαπολιτιστικό χαρακτήρα που είχαν τα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας: ο Βιτρούβιος γράφει στα λατινικά (τον 1ο αιώνα π.Χ., δηλαδή πριν τη συγγραφή των περισσότερων σωζόμενων σήμερα ελληνικών θεωρητικών διατριβών) και θεωρεί δική του την ελληνική παράδοση.

Δεδομένων των πολιτιστικών αυτών ζυμώσεων αλλά και των αντίστοιχων που πραγματοποιήθηκαν πριν τον 5ο π.Χ. αιώνα, ο συγγραφέας προβληματίστηκε για την διάρκεια και την έκταση που έπρεπε να διανύσει για να καλύψει την μελέτη της «αρχαίας ελληνικής μουσικής». Τοποθετεί την αρχή της έρευνάς του στην αρχαϊκή περίοδο, τον 8ο με 6ο αιώνα (αν και χρησιμοποιεί πληροφορίες, κυρίως μιλώντας για τα μουσικά όργανα, ήδη από κυκλαδικές πηγές, της περιόδου 2700-2100 π.Χ.). Πολύ περισσότερο τον προβλημάτισε το πρόσφατο χρονικό όριο του ελληνικού πολιτισμού, εξαιτίας της ζωντανής παρουσίας του «πολύ μετά από τότε που η Ελλάς σταμάτησε να είναι στρατιωτική ή πολιτική δύναμη».

Η απεριόριστων συνεπειών επιρροή του ελληνικού πολιτισμού στον δυτικό ασκείται όλη την πρώτη χριστιανική χιλιετία. Ορίζει εντούτοις τον 5ο αιώνα ως το τέλος της αρχαίας παραδόσεως, λόγω της πτώσης της Ρώμης και της παρακμής της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Οι τόποι της έρευνάς του περιλαμβάνουν την σύγχρονη Ελλάδα, νότιες περιοχές της Αλβανίας, Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας, νότιες περιοχές της Ιταλίας, την Μικρά Ασία και βόρειες περιοχές της αφρικανικής ακτής (κυρίως της Λιβύης και της Αιγύπτου).

Διαγράφοντας την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί στην μελέτη της ελληνικής μουσικής ως τις μέρες μας, ο Mathiesen μεταφέρει την εμπειρία ενός επίδοξου μελετητή της ελληνικής μουσικής, που αναζητώντας βοήθεια από τον μοναδικό φιλόλογο που γνώριζε να είναι και μουσικός, δεχόταν πάντα την άρνησή του.

Δίδεται έτσι το μέτρο των βασικών μόνο προαπαιτήσεων για την έρευνα της αρχαίας ελληνικής μουσικής, ενώ η περιγραφή της μεθοδολογίας που ακολουθείται στο συγκεκριμένο βιβλίο, η πολυδιάστατη μελέτη ενός μεγάλου αριθμού διαφορετικών ειδών πηγών, δίνει, στο άλλο άκρο, τις ιδεώδεις προαπαιτήσεις καθώς και την επίγνωση του μεγέθους της προκλήσεως του εγχειρήματός του.

Μιλώντας για την μέθοδο που ακολουθεί ο συγγραφέας, λέει πως πρόθεσή του είναι να κοιτάξει από όσο πιο κοντά γίνεται όσο περισσότερες πηγές λογοτεχνικές, εικονογραφικές ή μουσικές να αντλήσει από αυτές κάθε δυνατή πληροφορία, να αναγνωρίσει το περιεχόμενό τους και, τέλος, να προσπαθήσει να μορφώσει την απόδειξη σε μία όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένη εικόνα.

Οι πηγές εξετάζονται με κρίση απελευθερωμένη από κάθε προκατάληψη περί αυτών. Δεν ερευνώνται για να αποδειχθεί κάποια θέση, αλλά για να αναγνωριστεί το περιεχόμενό τους. Αντιμετωπίζονται με παρθενική επιστημονική διαύγεια· με θαυμαστά σαφή διάκριση ανάμεσα στο κείμενο και στις παραδοθείσες ερμηνείες του. Και αυτό μόνο μία αυθεντία σαν τον Mathiesen μπορεί να επιτελέσει. Η γνώση όλων των πηγών (του περιεχομένου τους, των συνθηκών καταγραφής των, όπως και της ιστορίας της παραδόσεως και διάδοσής των) είναι – φαινομενικά μόνον, ασυμβίβαστη – προϋπόθεση για αυτή την παρθενική ματιά.

 

Για τους Έλληνες, η μουσική ήταν τέχνη και επιστήμη· ήταν ψυχαγωγία και αγωγή και έπαιζε κεντρικό ρόλο στην πολιτική και θρησκευτική ζωή. Ανάλογη ευρύτητα έχουν και οι πηγές, στις οποίες πρέπει να ανατρέξει όποιος θέλει να αναπλάσει όλον τον ορίζοντα της ελληνικής μουσικής και τις οποίες έχει μελετήσει ο Mathiesen.

Η Λύρα του Απόλλωνος έχει τόσα κεφάλαια, όσες χορδές είχε η λύρα του Απόλλωνος. Η εισαγωγή αριθμείται ως πρώτο κεφάλαιο, ενώ το έβδομο κεφάλαιο, ως επίλογος, είναι μια πρωτότυπη μελέτη και ένα γοητευτικό ανάγνωσμα που παρακολουθεί τις κατευθύνσεις και τα «δρομολόγια» της διάδοσης της ελληνικής μουσικής θεωρίας από τους Άραβες, τους Λατίνους και τους Βυζαντινούς, ως και τους Δυτικούς της Αναγέννησης. Περιλαμβάνει μια από τις ελάχιστες αφηγήσεις της δραστηριότητας των Βυζαντινών με την αρχαία ελληνική μουσική, παρέχοντας πλούσιες πληροφορίες για τις πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν σε ακμή ή σε ύφεση την ενασχόλησή τους με την αρχαία ελληνική μουσική θεωρία, καθώς και για τις προσωπικότητες που μετείχαν, τις αρχαίες διατριβές που χρησιμοποίησαν, όπως και την ακόλουθη ιστορία των χειρογράφων των Βυζαντινών μελετητών.

Τα υπόλοιπα κεφάλαια είναι: 2. Η μουσική ζωή στην Αρχαία Ελλάδα, 3. Μουσικά όργανα, 4. Μουσική θεωρία Ι: Οι πηγές, Αριστόξενος και η Κατατομή Κανόνος, 5. Μουσική θεωρία ΙΙ: Η αναβίωση, 6. Μουσική θεωρία ΙΙΙ: Όψιμη αρχαιότητα.

Περιγράφοντας τις θεωρητικές διατριβές, ο Mathiesen εξαρχής διευκρινίζει την ιδιαιτερότητα των έργων αυτών σε σχέση με ό,τι αποκαλείται στην δυτική μουσική «θεωρία της μουσικής» και αποδίδει στην απουσία αυτής της επίγνωσης – η οποία είναι παρούσα, εντούτοις, για τις θεωρητικές διατριβές του Δυτικού Μεσαίωνα και της Αναγέννησης – την απογοήτευση πολλών από τους μελετητές, επειδή το περιεχόμενό τους δεν τους λύνει απορίες περί της μουσικής και της μουσικής πράξης των αρχαίων Ελλήνων.

Γίνεται πάρα πολύ σαφής, και σ’ αυτήν ακόμη τη δομή του βιβλίου, η συνέχεια της ελληνικής παραδόσεως, υπό την έννοια ότι τα φαινόμενα της μεταβίβασης της γνώσης, τα παρατηρημένα στους Λατίνους, τους Βυζαντινούς και Άραβες μελετητές, σχολιαστές ή αντιγραφείς των αρχαίων ελληνικών κειμένων, παρατηρούνται και σε αυτές τις «αρχαίες ελληνικές» διατριβές: οι περισσότερες μεταφέρουν γνώσεις κληροδοτημένες είτε μέσω γραπτού είτε μέσω προφορικού λόγου. Το φαινόμενο αυτό είναι που έχει προκαλέσει αμφισβήτηση περί των φερομένων ως συγγραφέων συγκεκριμένων διατριβών, όπως της περίφημης Κατατομής Κανόνος. Ο Mathiesen θεωρεί τα κείμενα του Αριστόξενου και την Κατατομή Κανόνος ως τις πηγές πάνω στις οποίες βασίστηκαν όλες οι άλλες σωζόμενες διατριβές· τα δύο αυτά βασικά έργα εκπροσωπούν τους δύο αντίθετους αλληλοσυμπληρούμενους τρόπους σύλληψης της μουσικής – αφού η Κατατομή Κανόνος παραδίδει την διδασκαλία του Πυθαγόρα.

Στο 4ο κεφάλαιο του βιβλίου περιγράφεται το περιεχόμενο των δύο αυτών θεμελιωδών έργων, ενώ στα επόμενα δύο κεφάλαια του βιβλίου εξετάζονται οι διατριβές που μεταφέρουν την παράδοσή των σε διάφορες φάσεις αναβίωσης της ελληνικής θεωρίας. Στην πρώτη φάση, τον 2ο αιώνα μ.Χ., υπό τους αυτοκράτορες Τραϊανό και Ηρώδη τον Αττικό, λάτρεις του ελληνικού πολιτισμού, γράφτηκαν οι διατριβές του Πλουτάρχου, του Κλεονίδη, του Νικόμαχου Γερασηνού, του Θέωνα Σμύρνης και του Κλαύδιου Πτολεμαίου. Παρά την παρακμή που γνωρίζει η αυτοκρατορία μετά τον 2ο αιώνα, με την απόλυτη κυριαρχία των αυτοκρατόρων επί των δημοκρατικών θεσμών και την αστάθεια της Αυτοκρατορίας, τους τελευταίους αιώνες πριν την πτώση της Ρώμης το 455 και το τέλος της Δυτικής Αυτοκρατορίας το 476, το ενδιαφέρον για την παιδεία και την κλασική κληρονομιά συνεχίζεται. Ακόμη και οι Χριστιανοί θέλησαν να προσαρμόσουν τα ελληνικά διδάγματα στους στόχους των. Τον τρίτο, τέταρτο και πέμπτο αιώνα οι Έλληνες θεωρητικοί της μουσικής έχουν μία κατεύθυνση περισσότερο σχολαστική (αλλά και πρακτική) και όχι τόσο ιστορική και επιστημονική, όσο οι θεωρητικοί του 2ου αιώνα μ.Χ. Στις διατριβές αυτής της περιόδου, που αναπτύσσονται στο 6ο κεφάλαιο, κατέχει εκτεταμένη θέση, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, η μουσική σημειογραφία. Είναι οι διατριβές του Γαυδέντιου, του Πορφύριου, του Αριστείδη Κοϊντιλιανού, του Βακχείου του Γέροντα και του Αλύπιου.

Στα κεφάλαια αυτά κάθε θεωρητικός και κάθε διατριβή θεωρούνται χωριστά, αλλά πάντα εντός του περιεχομένου των εμφανιζόμενων παραδόσεων. Η θεωρία παρέχει ένα εξαιρετικά ολοκληρωμένο και πλήρες σύστημα για την ανάλυση και εξήγηση μουσικών φαινομένων και δεν εκπλήσσει το γεγονός πως ένα μεγάλο ποσοστό της γενικής τους σύλληψης, καθώς και μεγάλο μέρος της ορολογίας τους, χρησιμοποιήθηκε και προσαρμόστηκε στην δυτική, την βυζαντινή και την αραβική θεωρία. Η κληρονομιά αυτή θεωρείται στο 7ο κεφάλαιο, όπως προαναφέρθηκε.

Οι διατριβές των κεφαλαίων 4, 5 και 6 μπορεί μεν σήμερα να αποτελούν τις πιο κατάλληλες πηγές για να κατανοήσουμε τεχνικές λεπτομέρειες της μουσικής πράξης, όμως ο λόγος για τον οποίο γράφτηκαν δεν ήταν για να διδάξουν την μουσική πράξη, αλλά για να κατανοηθεί αυτή η επιστήμη, όπως διαρκώς υπενθυμίζει ο Mathiesen πως ήταν η μουσική. Μεγίστης σημασίας είναι οι συλλήψεις για τα στοιχεία της μουσικής θεωρίας, συλλήψεις όπου βασίστηκε ο Λόγος περί μουσικής ως τις μέρες μας. Το βιβλίο είναι γεμάτο από πιστοποιήσεις αυτής της αλήθειας. Επιλέγω, ενδεικτικά, ελάχιστες, γοητευτικές:

Στα Ρυθμικά Στοιχεία, ο Αριστόξενος ονομάζει ως βασική αρχή της επιστήμης του ρυθμού τον χρόνο και την αίσθησή του. Διακρίνει μεταξύ ρυθμού και ρυθμοποιημένου, όπως ανάλογα (στα Αρμονικά Στοιχεία) διακρίνει μεταξύ μορφής και μορφοποιημένου. Ένα σώμα μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, αλλά το σώμα αυτό δεν ταυτίζεται με την μορφή. Ένα μελωδικό τμήμα ή ένα κείμενο μπορεί να λάβει διάφορους ρυθμούς, αλλά κάθε ρυθμοποίησή του δεν ταυτίζεται με τον ρυθμό. Και η μορφή και ο ρυθμός υλοποιούνται μόνο αν κάποιο αντικείμενο (σώμα, μέλος, κείμενο) μορφοποιηθεί ή ρυθμοποιηθεί.

Ο ίδιος, μιλώντας για τα τρία γένη και τα μεγέθη των διαστημάτων του πυκνού, διευκρινίζει πως, δυνάμει, υπάρχουν «άπειρες οδοί» που μπορεί κανείς να διαβεί σε ένα τετράχορδο, όμως, ως λειτουργικά μουσικά συστήματα, τα τρία γένη και οι χρόες τους έχουν πολύ συγκεκριμένες και πεπερασμένες οδούς.

Επιφανειακά, η ανάπτυξη αυτού του θέματος μοιάζει σαν να τονίζει τα αυτονόητα και να τα αναπτύσσει με υπερβολή. Στην πραγματικότητα όμως, παρατηρεί ο Mathiesen, ο Αριστόξενος επεξεργάζεται εδώ ένα σημείο πολύ ευαίσθητο. Σ ένα κομμάτι μουσικής το γένος δεν γίνεται αντιληπτό από μια σειρά διαστημάτων σε μία στατική κλίμακα· γίνεται αντιληπτό με τις χαρακτηριστικές «οδούς» (δρόμους, κατά τους λαϊκούς μας μουσικούς) διαστημάτων, που διαφέρουν στην ανοδική και την καθοδική τους κατεύθυνση. Αυτοί οι δρόμοι αναγνωρίζονται αμέσως σε δύο κομμάτια του ίδιου γένους, ακόμη κι’ αν χρησιμοποιούν διαφορετικά τονικά ύψη και διαστήματα.

 

Η αρχαία ελληνική μουσική θεωρία εκπροσωπεί τέσσερεις τουλάχιστον φιλοσοφικές σχολές, την Πυθαγόρεια, την Πλατωνική, την Αριστοτελική και την Νεο-πλατωνική. Κανένας άλλωστε από τους συγγραφείς των θεωρητικών διατριβών που σώζονται – και η βιογραφία είτε η εργογραφία του είναι γνωστή – δεν ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη μουσική. Ο Mathiesen τονίζει, και σε κάθε στιγμή επιδιώκει (και πετυχαίνει) να δείξει πως η σημασία της αρχαίας ελληνικής θεωρίας της μουσικής υπερβαίνει την τεκμηρίωση αυτής καθαυτής της ελληνικής μουσικής. «Έχει την αξία ενός πνευματικού μνημείου που άσκησε βαθιά επιρροή στα λατινικά, τα βυζαντινά και τα αραβικά κείμενα περί μουσικής». Η κοινότης του ελληνικού μουσικού πολιτισμού με πολιτισμούς που σήμερα φαίνονται απομακρυσμένοι μεταξύ τους ως προς την εσωτερική τους λογική, την αισθητική και την κοινωνική τους λειτουργικότητα αναδεικνύεται σε πολλά σημεία του έργου του Mathiesen, σημεία που θίγουν θέματα βασικής και γενικής σημασίας (όπως η προσδιορισμένη χρήση των μουσικών ειδών στις εκδηλώσεις της ζωής, ο συσχετισμός των μουσικών συστημάτων με το κοσμικό σύστημα), αλλά και θέματα πολύ εξειδικευμένα, που κάνουν τις σχέσεις ακόμη πιο θαυμαστές (όπως οι «οδοί» ως γνώρισμα του γένους, τα πολύχρονα μέτρα και η ποιοτική διάκριση των χρόνων που αναφέρω πιο κάτω).

 

Αναφερόμενος σε κάθε θεωρητική πηγή, ο Mathiesen δίνει ακριβείς πληροφορίες και περιγραφές όλων των χειρογράφων τα οποία σώζονται, το ιστορικό των πιο σημαντικών και, στις περιπτώσεις που η ερμηνεία του κειμένου το απαιτεί, προβαίνει στην συγκριτική τους παρουσίαση. Δίνει πληροφορίες για τα πιθανά αποσπάσματα των χαμένων έργων ή μερών τους που παραθέτουν μεταγενέστεροι συγγραφείς ή σχολιαστές. Εξαιρετικά πλούσιες είναι και οι βιβλιογραφικές παραπομπές σε κάθε θέμα καθώς και η βιβλιογραφία στο τέλος του έργου.

Η προσπάθεια να συμπεριληφθούν και σύγχρονες ελληνικές μελέτες έχει ένα αποτέλεσμα «τυχαίο», που μάλλον οφείλεται στην κακά οργανωμένη ελληνική μουσικολογία. Μιλώντας στην εισαγωγή του για τους μουσικολόγους που επιχείρησαν τη σύνθεση μιας ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, ο Mathiesen αναφέρει έργα των Curt Sachs, Théodore Reinach και Walther Vetter, γραμμένα μεταξύ του 1928 και 1935, και συμπληρώνει πως των έργων αυτών προηγήθηκε, κατά αρκετά έτη, η εργασία των Αδαμαντίου Ρεμαντά και Προκόπιου Ζαχαρία, Αρίων: Η μουσική των Ελλήνων ως διεσώθη από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της σήμερον (Ζαγκουρόγλου, Αθήνα 1917 – το έργο αυτό κυκλοφόρησε πρόσφατα σε ανατύπωση από τις εκδόσεις Κουλτούρα· η χρονολογία της ανατύπωσης δεν αναγράφεται), «αλλά το έργο έμεινε σχεδόν τελείως άγνωστο εκτός της Ελλάδας». Δεν ξέρω πού βρήκε αυτή την πληροφορία ο Mathiesen, αλλά αν φροντίζαμε το έργο των Ελλήνων μουσικολόγων να καταστεί προσβάσιμο, είναι πολύ πιθανόν να υπήρχαν περισσότερες ανάλογες αναφορές.

 

Ο Mathiesen ανανεώνει συνεχώς την επίγνωση του αναγνώστη περί της μεγάλης διάρκειας του ελληνικού πολιτισμού, θίγοντας τις αλλοιώσεις και εξελίξεις που μπορεί να είχαν οι όροι, το περιεχόμενό τους, και η σύλληψη και κατανόησή τους. Κρατώντας αναμμένη στην συνείδηση του αναγνώστη την χωροχρονική αποσαφήνιση της παραγωγής και της διακίνησης των διατριβών, ο Mathiesen έχει συγγράψει παράλληλα και μία ιστορία της παράδοσης της αρχαίας ελληνικής θεωρίας της μουσικής, η οποία παρουσιάζει καθαρά το πολιτικό υπόβαθρο όπου διαχύθηκε ο ελληνικός πολιτισμός, σ’ εκείνο τον κόσμο των πολλαπλά αλληλεπικαλυπτόμενων αυτοκρατοριών, θρησκειών, γλωσσών και πολιτιστικών παραδόσεων.

 

Στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στο ρόλο της μουσικής στην ελληνική κοινωνία, στην μουσική τυπολογία και ορολογία, στα μουσικά όργανα και στην πρακτική της μουσικής εκτέλεσης. Το εύρος και ο πλούτος του αρχαίου ελληνικού μουσικού πολιτισμού εμφανίζεται καθαρά, λέει ο Mathiesen, στην ποικιλία των μουσικο-ποιητικών μορφών· στον πλούτο των ειδών, μεγεθών και σχημάτων των οργάνων· στην τήρηση παραδόσεων της εκτέλεσης συγκεκριμένων ειδών σύνθεσης, π.χ. των ύμνων, των τραγωδιών κ.λπ.

Ο Mathiesen αποδίδει ανάγλυφα το στοιχείο της οικειότητας που χαρακτήριζε την σχέση των Ελλήνων με τη μουσική (στοιχείο έντονα παρόν και στο ίδιο το βιβλίο του Mathiesen μ’ όλη την βαθιά δουλεμένη υποδομή της πολύχρονης έρευνας και τεκμηρίωσης). Διευκρινίζεται πως μελοποιία, σύνθεση μέλους, δεν εσήμαινε την καταγραμμένη μουσική (ή μόνον αυτή) αλλά, ως επί το πλείστον, μουσική παραδεδομένη με προφορικό λόγο. Δίνει έτσι τον χαρακτήρα του μουσικού εκείνου πολιτισμού που κατά την δική μας πρόσληψη είχε γνωρίσματα μικτά, έντεχνου και λαϊκού.

Μιλώντας δε για τα σημειογραφημένα λείψανα από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι και τον Ορέστη του Ευριπίδη, τα οποία έχουν καταγραφεί περί τα 120 χρόνια μετά τις παραστάσεις των έργων από τον Ευριπίδη, δείχνει πως παρουσιάζουν διαφορές στην σειρά των στίχων με αυτήν των αυθεντικών εκδόσεών τους και αναγνωρίζει τα δύο σπαράγματα των παπύρων ως πιθανά δείγματα του ύφους τουλάχιστον (και όχι της ίδιας) της μουσικής του Ευριπίδη (την περιγραφή του οποίου ύφους δίνουν σύγχρονοί του συγγραφείς) και πιθανές ενδείξεις προφορικής παράδοσης των τραγωδιών αυτών.

Το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί μέρος της εκτεταμένης ανάπτυξης περί του ρυθμού στην ελληνική μουσική. Ο Mathiesen, εξετάζοντας την σχέση μεταξύ ποιητικού μέτρου και μουσικού ρυθμού, δείχνει πως ένα από τα γνωρίσματα στη μουσική του Ευριπίδη που προξένησε την σάτιρα του Αριστοφάνη στους Βατράχους ήταν η προτεραιότητα που έδινε στο μουσικό ρυθμό, με την όλο και μεγαλύτερη υποταγή του ποιητικού μέτρου σ’ αυτόν. Δείχνει το γεγονός αυτό (επαναλήψεις συλλαβών και λέξεων, παράταση συλλαβών) με σύγκριση της αριστοφανικής σάτιρας, λογοτεχνικών αποσπασμάτων, όπως παρατηρήσεις του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως, και των σωζόμενων λειψάνων (από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι και τον Ορέστη).

Η γνώση και η εμπειρία του συγγραφέα τον φυλάσσουν από γρήγορη αναγωγή συμπερασμάτων. Σε κάθε περίσταση, αντιπαραθέτει ο ίδιος τις πιθανές ανατροπές των υποθέσεών του, οι οποίες διατυπώνονται με ακρίβεια. Στην περίπτωση των δύο ανωτέρω σπαραγμάτων, συμπεραίνει απλώς πως «το ύφος της μουσικής που διασώζουν συμφωνεί με περιγραφές του ύφους του Ευριπίδη».

Τα θέματα τα σχετιζόμενα με τον ρυθμό αναπτύσσονται σε μεγάλη έκταση και είναι πολύ ελκυστικά. Για παράδειγμα, περιγράφεται ο τρόπος παιξίματος των κρουστών, που απέδιδε μεν τις άρσεις και τις θέσεις (κατά τον Αριστόξενο, βάσεις) των διάφορων ποδών, δηλαδή το μέτρο, αλλά, συχνά, και τα ρυθμικά σχήματα της μουσικής που συνόδευαν. Μιλώντας για τα ρυθμικά αυτά σχήματα, ο Αριστείδης Κοϊντιλιανός λέει πως ορισμένα περιέχουν μέχρι και είκοσι πέντε χρόνους. Την σχέση με την ρυθμική σύλληψη ανατολικών πολιτισμών, που υπάρχει ως αίσθηση, έρχεται εδώ ο Mathiesen να τεκμηριώσει βασιζόμενος στις περί ρυθμού θεωρητικές διατριβές και σε άλλες πηγές. Και αυτή είναι μία από τις ανεκτίμητες συμβολές του συγγραφέα στην κατανόηση της αρχαίας ελληνικής μουσικής· δίνει αποδείξεις γνωρισμάτων της ελληνικής μουσικής που εθνομουσικολόγοι έχουν με άλλης κατεύθυνσης συλλογισμούς και με διαίσθηση αποδώσει στην μουσική αυτή.

Μία ακόμη έννοια του ρυθμού αναφέρεται από τον Αριστείδη Κοϊντιλιανό ως στοιχείο του «τέλειου μέλους»· είναι η κίνηση του σώματος. Συγκεκριμένοι τύποι μελών συνοδεύονταν από συγκεκριμένους τύπους κινήσεων και χειρονομιών, για να προκαλέσουν καθορισμένες εντυπώσεις. Ορισμένες περιγράφονται από τον Αθήναιο και μπορούν να συναχθούν με μία προσεκτική παρατήρηση των παραστάσεων στα αγγεία.

Μέγιστο μέρος της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, τα έπη, η λυρική και η τραγική ποίηση είναι μουσική, με πολλές αναφορές συγχρόνως στη μουσική και περιγραφές της μουσικής πράξης. Οι ύμνοι συνήθως περιγράφουν τα έργα των θεών, και σε αυτά μπορεί να περιλαμβάνεται και η ανακάλυψη της μουσικής ή μουσικών οργάνων, όπως συμβαίνει στον Ύμνο στον Ερμή, όπου σαν μέρος της περιγραφής της γέννησης του θεού υπάρχει λεπτομερέστατη περιγραφή της κατασκευή της λύρας, των υλικών που χρησιμοποιούνταν, του τρόπου επεξεργασίας των και της συναρμολόγησης των μελών του οργάνου. Το τέλος της περιγραφής μάς οδηγεί σε άλλη μία σύγκριση με την σύγχρονη λαϊκή παράδοση: όταν ο Ερμής έφτιαξε τη λύρα, «πήρε το αγαπητό παιχνίδι […], το δοκίμασε με ένα πλήκτρο […] και τραγούδησε με τη συνοδεία της όμορφα, αυτοσχεδιάζοντας, σαν τους έφηβους που πειράζονται μεταξύ τους στις γιορτές».

Όμοιες συσχετίσεις εμπνέουν πολυάριθμες άλλες περιγραφές, από τις οποίες ορισμένες είναι ιδιαίτερα ελκυστικές. Αρκούμαι σε μία: απόσπασμα του λεγόμενου ομηρικού ύμνου στον Απόλλωνα περιγράφει Κρήτες τραγουδιστές να ακολουθούν τον Απόλλωνα που κρατούσε μία φόρμιγγα και προχωρούσε με όμορφα ψηλά βήματα, σε ρυθμικό βηματισμό. Η περιγραφή αυτή υποστηρίζεται εδώ από υπέροχη παράσταση αμφορέα του 6ου αιώνα (φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι), που εικονίζει τον θεό να παίζει την φόρμιγγα, με πηδηχτό βηματισμό.

Το κεφάλαιο περί μουσικών οργάνων είναι μία από τις εκτενέστερες αναφορές στα αρχαία ελληνικά μουσικά όργανα γενικά, τουλάχιστον στην αγγλική γλώσσα, και εκμεταλλεύεται εξαντλητικά τις κάθε είδους διαθέσιμες πηγές.

Ο Mathiesen προβαίνει στην ανάλυση των πηγών, τονίζοντας εξαρχής πως ο ελληνικός μουσικός πολιτισμός ήταν κατά βάση και αρχικά φωνητικός (με στενή σχέση προς τον λόγο)· τα όργανα συνόδευαν τα μουσικο-ποιητικά είδη που περιγράφονται στο προηγούμενο κεφάλαιο. Η χρωματική ποικιλία και εκφραστική δυνατότητα του συνόλου των οργάνων καλύπτει μεγάλη κλίμακα διάρκειας του ήχου (από οξείες ατάκες ως μακρούς κρατημένους ήχους), ηχοχρωματικής ποιότητας (από σκληρούς στριγκούς ήχους ως λεπτούς και καθαρούς) και δυνατότητας διαστηματικής ακρίβειας (από ήχους που συγγενεύουν προς τον θόρυβο ως φθόγγους που διακρίνονται μεταξύ τους κατά τα ελάχιστα μικροδιαστήματα).

Στις λογοτεχνικές πηγές καθώς και στις παραστάσεις των γλυπτών (σε αγάλματα, ανάγλυφα, μικρά πήλινα ομοιώματα, κοσμήματα κ.λπ.) και των ζωγράφων (σε κάθε είδους αγγεία), παρέχονται πλούσιες πληροφορίες για τα όργανα που παίζουν οι Έλληνες όλων των τάξεων και αυτοί ακόμη οι θεοί. Επιπλέον, σώζεται και ένας σημαντικός αριθμός οργάνων. Όλες αυτές οι πηγές έχουν δώσει τη δυνατότητα να ανακατασκευαστούν τα αρχαία ελληνικά όργανα και να πειραματιστούν οι ερευνητές για το ηχόχρωμά τους, το χόρδισμά τους, τον τρόπο παιξίματος κ.λπ.

Δεδομένων όλων αυτών, μία μάλλον πλήρης εικόνα για τα όργανα και την χρήση τους είναι δυνατή, λέει ο Mathiesen· και είναι μια τέτοια εικόνα που μας δίνει στο εν λόγω κεφάλαιο.

Η περιγραφή των οργάνων είναι βέβαια τεχνική (ακολουθώντας την γνωστή κατάταξη των Sachs και Hornbostel), αλλά αναπτύσσεται επίσης ο κοινωνικός τους ρόλος, η θέση που είχαν στις μουσικές εκδηλώσεις και η υπόληψη για αυτά. Τα αερόφωνα όργανα, όπως και τα περισσότερα ιδιόφωνα, συνδέονταν με την λατρεία του Διονύσου και της Κυβέλης και η μυθολογία κατοπτρίζει την συνείδηση πως επρόκειτο για όργανα εισαγόμενα από την Ανατολή. Στην λογοτεχνία μαρτυρείται (σε πολυάριθμα χωρία που δίνει ο συγγραφέας) η συνείδηση των Ελλήνων πως ο αυλός ήταν εισαγόμενο όργανο και εθεωρείτο κατώτερο από την λύρα, εν μέρει και επειδή η φωνητική μουσική, στην οποία συμμετείχε η λύρα, εθεωρείτο πιο τέλεια, έστω ως τον 5ο αιώνα.  

Παρακολουθώντας χρονολογικά τα κείμενα αρχαίων συγγραφέων που αναφέρονται στα όργανα, ο Mathiesen διαγράφει και εδώ, όπως και σε άλλα κεφάλαια του έργου του, την εξέλιξη της αισθητικής της μουσικής, την αυξανόμενη εκτίμηση ενός ύφους εκφραστικού που εκδηλώνεται με την υπεροχή της οργανικής μουσικής επί της φωνητικής, την τεχνική εξέλιξη των οργάνων, την ανάπτυξη της δεξιοτεχνίας, μία εξέλιξη που την παράλληλό της συναντούμε, αφενός, και στις άλλες εκδηλώσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και, αφετέρου, στην δυτική μουσική.

 

Στην Λύρα του Απόλλωνος ο Mathiesen προτείνει νέες οπτικές σε πολυάριθμα γνωρίσματα της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Ανοίγονται πεδία έρευνας στον πολιτισμό αυτό, η μελέτη του οποίου έχει τόσες φορές στην ιστορία ανανεωθεί, ανανεώνοντας τον τρέχοντα πολιτισμό.

 
© Περιοδικό «Μουσικολογία»