Η προγραμματική μουσική είναι μουσική αφηγηματικού, περιγραφικού ή αναπαραστατικού είδους. Η ύπαρξη εξωμουσικών ιδεών και περιεχομένων σε μια μουσική σύνθεση, που προέρχονται από άλλες μορφές, όπως την ποίηση, την ζωγραφική και την λογοτεχνία, ή από προσωπικά βιώματα του συνθέτη, δίχως να γίνεται χρήση τραγουδιού, δημιουργεί τον όρο προγραμματική μουσική. Συνήθης, αλλά όχι αναγκαία, είναι η παρουσίαση του προγράμματος στην έναρξη της συνθέσεως, προκειμένου αυτό να καθοδηγήσει τον ακροατή στην ορθή ερμηνεία της εξωμουσικής ιδέας. Η προγραμματική μουσική ήκμασε και κατέστη εξαιρετικά δημοφιλής κατά το δεύτερο ήμισυ του δεκάτου-ενάτου αιώνος, παρ’ ότι ίχνη της μπορούν να εντοπισθούν ήδη στα τέλη του δεκάτου-πέμπτου και στις αρχές του δεκάτου-έκτου αιώνος. Η μορφή στην οποία ο όρος αυτός εφαρμόζεται κατά κύριον λόγο είναι αυτή του συμφωνικού ποιήματος (symphonische Dichtung), ενός όρου που επινοήθηκε και καλλιεργήθηκε από τον Franz Liszt. Το συμφωνικό ποίημα είναι μια μονομερής σύνθεση που εκτελείται από συμφωνική ορχήστρα και της οποίας η μορφή και το περιεχόμενο απορρέουν από το αντικείμενο που αυτή περιγράφει, αφηγείται ή αναπαριστά, το οποίο έχει αναμφίβολα εξωμουσικό χαρακτήρα. Η ιδέα του συμφωνικού ποιήματος καλλιεργήθηκε σε χώρες όπως η Ρωσσία, η Τσεχοσλοβακία, η Γαλλία και η Ισπανία, αλλά παρά την δημοτικότητά της δεν κατέκτησε σταθερή θέση στην παραγωγή των συνθετών ως μορφή σύνθεσης. Μετά την λήξη του ρομαντικού κινήματος παρήκμασε μάλλον γρήγορα, πρωτίστως επειδή το στοιχείο της αναπαράστασης αντικαταστάθηκε από εκείνο της έκφρασης και, κατά συνέπειαν, οι συνθέτες επέλεξαν να εκθέσουν την έμπνευσή τους κατά τρόπον πιο εσωτερικό και αφηρημένο.
© Περιοδικό «Μουσικολογία»