Περιλήψεις τεύχους 20 (2011)
Βιβλιοπαρουσίαση

Απόστολος Κώστιος
Τα 75 Χρόνια της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, 1931-2006. Από το Χρονικό στην Ιστορία, Παπαγρηγορίου – Νάκας, Αθήνα 2007
Παρουσίαση: Ολυμπία Ψυχοπαίδη-Φράγκου

Απόστολος Κώστιος, Τα 75 Χρόνια της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, 1931-2006. Από το Χρονικό στην Ιστορία

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς εν συντομία για ένα τόσο πολύπλευρο βιβλίο, όπως είναι το βιβλίο του Ομότιμου Καθηγητού Ιστορικής Μουσικολογίας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και επί σειρά ετών αγαπητού συναδέλφου Απόστολου Κώστιου. Πρόκειται για μία πραγματεία αφιερωμένη στην επέτειο των 75 χρόνων της Ε.Ε.Μ., η οποία καλύπτει την ιστορική πορεία της Ένωσης από την ίδρυσή της, το 1931, έως τις μέρες μας. Ο ακούραστος ερευνητής της Ιστορίας της Ελληνικής Μουσικής και των θεσμών της, Απόστολος Κώστιος, είναι ο συγγραφέας και του αφιερώματος στα «50 χρόνια της Ε.Ε.Μ.», το οποίο συμπεριλαμβάνεται, ξαναδουλεμένο και εμπλουτισμένο με πολλά νέα στοιχεία και δημοσιεύσεις αρχειακών ντοκουμέντων, ως Α΄ μέρος στο τωρινό, εξαιρετικής εμφάνισης και εκτύπωσης, βιβλίο. Το Β΄ μέρος αναφέρεται στα τελευταία 25 χρόνια της πορείας της Ένωσης, δηλαδή στην εντελώς πρόσφατη ιστορία της, έτσι ώστε δημιουργείται κιόλας αυτονόητα η πρώτη μεγάλη τομή στην περιοδολόγηση που τηρείται στην ιστορική αυτή πραγματεία, τα κεφάλαια της οποίας συμπίπτουν σε γενικές γραμμές με την αλλαγή των, συνήθως μακράς θητείας, Προέδρων της. Και αυτό το κριτήριο δεν είναι βέβαια τυχαίο, διότι ο εκάστοτε Πρόεδρος εξέφρασε, συνεχίζοντας το έργο των προκατόχων του, τις αναγκαιότητες αυτού του επαγγελματικού και πολιτιστικού Συλλόγου κάτω από τις νέες συνθήκες της κάθε εποχικής φάσης. Πρόκειται, κατά σειράν, για το έργο των Προέδρων Μανώλη Καλομοίρη, Δημήτρη Λεβίδη, Αντίοχου Ευαγγελάτου, Γιώργου Σισιλιάνου και Θόδωρου Αντωνίου. Πολλά άλλα όμως κριτήρια περιοδολόγησης διαπλέκονται στο βιβλίο του Απόστολου Κώστιου, όπως π.χ. θα μπορούσε κανείς – ανάλογα με το ερευνητικό του συμφέρον – να απομονώσει κριτήρια από την γενική ιστορία του τόπου (πόλεμοι, κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές κ.λπ.), ή κριτήρια βάσει των αλλαγών των αισθητικών «πιστεύω» των συνθετών, ή κριτήρια βάσει των εκάστοτε διαβημάτων και υπομνημάτων προς την πολιτεία Προέδρων και μελών της Ένωσης για τον εκσυγχρονισμό της μουσικής ζωής και της μουσικής παιδείας, στα οποία μάλιστα δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στο βιβλίο. Πρόκειται για την διαπλοκή συνδικαλιστικών αγώνων με το ουσιαστικό εθνικό συμφέρον για την διάσωση της μουσικής κληρονομιάς και την διαμόρφωση σύγχρονης μουσικής παιδείας. Με ιδιαίτερη ευθυκρισία ο συγγραφέας τονίζει τις προσπάθειες και τα αιτήματα απέναντι στο κράτος που εκφράζουν τα διαβήματα αυτά μέχρι σήμερα, ενώ σχολιάζει ιδιαίτερα, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και εντιμότητα, το περίφημο «μανιφέστο» του 1960 των Θεοδωράκη, Ξενάκη, Παπαϊωάννου, Ανωγειανάκη κ.ά., καθώς και την δραστηριότητα του Αλέκου Ξένου στα ηρωικά εκείνα χρόνια της ιστορίας των ελληνικών μουσικών θεσμών, προβαίνει δε σε συγκρίσεις με μετέπειτα διαβήματα (όπως του Γ. Σισιλιάνου), εκφράζοντας πάντα μία καθοδηγητική ως προς το ιστορικό νόημα των διαβημάτων αυτών κρίση για τον αναγνώστη.

Το πλαίσιο του επιστημολογικού και μεθοδολογικού αναστοχασμού του συγγραφέα και η διερεύνηση της αυτοκατανόησής του ως ιστορικού είναι ένα μεγάλο προσόν του βιβλίου, δεδομένου ότι αναδεικνύει έναν σπάνιο για το πεδίο της Ιστορίας της Μουσικής στον τόπο μας προβληματισμό. Οι θεωρητικοί αυτοί αναλογισμοί, οι οποίοι επανέρχονται σε καίρια σημεία του βιβλίου, δεν αποτελούν εδώ αυτοσκοπό, διότι, βέβαια, ο κύριος στόχος του βιβλίου είναι η ανάδειξη της πορείας και των αγώνων της Ε.Ε.Μ., που με την εμπεριστατωμένη αφήγηση της ιστορίας της αποδεικνύεται ως ο πλέον σεβαστός θεσμός της ελληνικής μουσικής ζωής, ένας θεσμός με μακρά παράδοση, που προστάτευσε και προώθησε ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει για τον νεότερο πολιτισμό: τη μουσική δημιουργία. Το πάθος του ιστορικού ερευνητή, όμως, όπως εκφράζεται στο βιβλίο αυτό, συμπαρασύρει και τον θεωρητικό αναστοχασμό, του οποίου η αξία έγκειται εδώ ακριβώς στο ότι δεν τίθεται αφηρημένα, αλλά συνεχώς σε συνδυασμό με την έρευνα των συγκεκριμένων ιδεολογικών και αισθητικών προβλημάτων κατά την εξέλιξη των μουσικών θεσμών της πατρίδας του. Ο τρόπος της αφήγησης και της ιστοριογραφίας στο βιβλίο παραπέμπει τόσο στην ταύτιση του συγγραφέα με τον χαρακτήρα της μουσικής δημιουργίας και με τους αγώνες για την προώθησή της, όσο και στην αναγκαία απόσταση του ερευνητή από τα γεγονότα, ώστε να μπορεί να τα εξιστορήσει επικαλούμενος την ανάγκη της ερμηνείας τους. Διότι, το ποιά γεγονότα έλαβαν χώρα αποδεικνύεται κατ’ αρχάς από τα αρχειακά ντοκουμέντα – και στο βιβλίο δημοσιεύεται ένας μεγάλος αριθμός κειμένων και χειρογράφων, πράγμα που αποτελεί αυτό καθαυτό μία μεγάλη συμβολή στην έρευνα – το πρόβλημα όμως που θέτει ο συγγραφέας έμμεσα ως ιστορικός είναι στην πραγματικότητα το πώς ερμηνεύονται τα γεγονότα και τα κείμενα, ώστε να εκφύγει η ιστορία από τον θετικιστικό κίνδυνο της «γεγονοτολογίας» και να «αποκρυπτογραφήσει» τις αιτίες που βρίσκονται πίσω από τα φαινόμενα, δηλαδή τα κριτήρια για το νόημα της εξιστόρησης. Οι σκέψεις αυτές, όπως τις εκφράζει ο συγγραφέας στο βιβλίο με τον τρόπο του (θα μπορούσα να παραπέμψω σε πολλά σχετικά σημεία του) και τα ερωτήματα που τίθενται σ’ αυτό πολυπρισματικά θεμελιώνουν και τον υπότιτλο του βιβλίου, «Από το Χρονικό στην Ιστορία», ο οποίος δεν επιδιώκει να υποδηλώσει μόνον επιφανειακά την μετάβαση από το αφιέρωμα για τα 50 χρόνια της Ένωσης στον τωρινό, ιδιαίτερα πλούσιο σε υλικό και σκέψεις τόμο, αλλά κυρίως επιδιώκει να τονίσει την δυνατότητα ερμηνείας της ιστοριογραφίας μέσα από μια σύγχρονη πραξεολογική διάσταση.

Στην αρχή του κεφαλαίου με τίτλο «Στο Πόντιουμ της Προεδρίας ο Θόδωρος Αντωνίου», το οποίο πραγματεύεται θέματα αναδιοργάνωσης και εκσυγχρονισμού της Ε.Ε.Μ., καθώς και τα σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία και άλλων νέων θεσμών που συνδέονται με την Ένωση, ούτως ώστε να δημιουργείται πλέον ένα σύγχρονο πλέγμα μουσικών θεσμών, γράφει ο Απόστολος Κώστιος: «[…] ο συγγραφέας δεν θα επανερχόταν στο “τί δεν έχει επιτευχθεί”, και τούτο διότι […] απεχθάνεται την επιδίωξη της εκτόνωσης στο αναμάσημα των πολιτιστικών ελλειμμάτων αυτού του τόπου. Αντιμετώπισε, λοιπόν, την πρόσκληση της Ένωσης ως πρόκληση και επιχείρησε το ξανακοίταγμα [υπογράμμιση δική μου], το “πώς” και “γιατί”, την μετάβαση, δηλαδή, από το “Χρονικό στην Ιστορία”, στην ιστόρηση του χθες και στην ιστορική καταγραφή του σήμερα, τηρώντας την βασική αρχή του: η Ιστορία καταγράφεται σήμερα για να γραφεί σήμερα ή και αύριο».

Αναφερόμαστε λίγο περισσότερο στα παραπάνω θέματα μεθόδου και παραλείπουμε τα επί μέρους σημαντικά ζητήματα, που ούτως ή άλλως περιγράφονται λεπτομερώς μέσα στο ίδιο το βιβλίο, διότι θεωρούμε ότι ορισμένα θέματα μεθόδου που θίγονται από τον συγγραφέα αφορούν και οφείλουν να αφορούν το χαρακτήρα όλης της σύγχρονης μουσικολογίας και ιδιαίτερα της ιστοριογραφίας διεθνώς. Η πραγματεία του Απόστολου Κώστιου δίνει εναύσματα για συνέχιση της έρευνας και προς την θεωρητική-επιστημολογική και την μεθοδολογική συζήτηση, στην οποία, ανεξάρτητα του αν συμφωνεί κανείς ή όχι με όλες τις απόψεις που διατυπώνονται εδώ, είναι καιρός να συμμετέχει και η ελληνική μουσικολογία, όπως ήδη συμμετέχουν από καιρό οι άλλοι κλάδοι των επιστημών στον τόπο μας. Πρόκειται, βέβαια, για πολύ σύνθετα προβλήματα που απαιτούν την διεπιστημονική συνεργασία των κλάδων, μία τάση την οποία έχει ήδη ενστερνισθεί εν τω μεταξύ η διεθνής μουσικολογία και την οποία υποστηρίζει στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας, προκειμένου να αποκτήσει τα κατάλληλα ερμηνευτικά εργαλεία για μία, τρόπον τινά, Κοινωνιολογία – για «ανθρωπολογία» μιλάει ο συγγραφέας, αναφερόμενος και σε συμπεριφορές και σε κοινωνικοϊστορικά καθορισμένους ψυχισμούς – της μουσικής και των μουσικών θεσμών, πράγμα που βοηθάει στην συνειδητοποίηση και αυτογνωσία μας. Διαπιστώνουμε έτσι ότι η μουσική δημιουργία, η σπουδαιότερη προϋπόθεση για την μουσική ζωή, δεν μπορεί πλέον να σταθεί από μόνη της, αλλά έχει ανάγκη και από την διαπλοκή της με την μουσικολογική σκέψη, που σήμερα ερευνά τόσο τις κοινωνιολογικές, όσο και τις αισθητικές πλευρές της, αναδιπλασιάζοντας με τις ερμηνείες της τον συνθετικό προβληματισμό.

 Πιστεύοντας ο Απόστολος Κώστιος στην «πολυαιτιακή» ερμηνεία των ιστορικών φαινομένων – και τα σύγχρονα φαινόμενα έχουν ιστορικό χαρακτήρα – και αιτούμενος την διαλεκτική σύνθεση των αιτίων, προσπαθεί π.χ. να προσεγγίσει απορετικά την κοινή διαπίστωση (που βρίσκεται στην ρίζα των διαπιστώσεων όλων των επί μέρους προβλημάτων της μουσικής ζωής) σχετικά με το ότι η σοβαρή έντεχνη ελληνική μουσική δημιουργία δεν προωθήθηκε και δεν προωθείται όπως της αξίζει.

Στο τελευταίο μεγάλο κεφάλαιο για την σύγχρονη ιστορία της Ε.Ε.Μ. ο συγγραφέας συμπυκνώνει την περιγραφή όλου του πλέγματος και του περιβάλλοντος των σημερινών μουσικών θεσμών που λειτουργούν με σύγχρονες προϋποθέσεις, εξαίροντας πρόσωπα, όπως τον σημερινό χαλκέντερο Πρόεδρο της Ένωσης, Θόδωρο Αντωνίου, αλλά και μία πλειάδα άλλων διακεκριμένων και δραστήριων συνθετών στα πεδία της δημιουργίας, της μουσικής παιδείας, της συνεδριακής και συναυλιακής ζωής κ.λπ. Στο βιβλίο επισημαίνονται επίσης οι γόνιμες σχέσεις μεταξύ της μουσικολογίας και των συνθετών-δημιουργών, όπως επιχειρήθηκαν με επιτυχία από τον ίδιο τον συγγραφέα, με σεμινάρια και ερευνητικά προγράμματα τεκμηρίωσης της μουσικής ζωής και βιογράφησης ελλήνων συνθετών, αλλά και γενικότερα προωθήθηκαν από τον ίδιο, ο οποίος έχει αφιερώσει όλη του την διδασκαλία και την έρευνα στην ελληνική μουσική. Άλλωστε, ο ίδιος συμμετείχε πάντα ενεργά στην ίδρυση και προώθηση πολλών θεσμών της μουσικής ζωής, έχοντας την ιδιότητα μέλους πολλών συμβουλίων, επίσης του Γενικού Γραμματέα του Ελληνικού Εθνικού Συμβουλίου της UNESCO, του ιδρυτού και Προέδρου του «Συλλόγου των Φίλων της Ελληνικής Μουσικής Βιβλιοθήκης», του «Αρχείου και Μουσείου Έντεχνης Ελληνικής Μουσικής», του οποίου μεγάλος αριθμός ιδρυτικών μελών είναι μάλιστα μέλη της Ε.Ε.Μ. κ.λπ., και επομένως είναι σε θέση να γνωρίζει «από τα μέσα» τα προβλήματα και τις δυσκολίες των εν λόγω θεσμών.

 

Το βιβλίο του Απόστολου Κώστιου Τα 75 Χρόνια της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών υπερβαίνει τον χαρακτήρα ενός επετειακού αφιερώματος και αναβαθμίζει την ίδια την έννοια της «επετείου», που θα είχε απλώς έναν πανηγυρικό χαρακτήρα άνευ βαθύτερου νοήματος, αν το κύρος του θεσμού δεν συνδεόταν με την ιστορία του και την ιστορία των προσωπικοτήτων που τον διοίκησαν.

Συνεπώς, το βιβλίο αυτό είναι σπουδαίο όχι μόνον για τους ειδικούς κύκλους των μουσικολόγων, των σπουδαστών και των μουσικών – από την βιβλιοθήκη των οποίων δεν θα έπρεπε να λείπει – αλλά και για όλον τον πνευματικό κόσμο που ενδιαφέρεται ακόμα για την ιστορία και την κατάσταση του πολιτισμού στον τόπο μας. Το βιβλίο είναι πολύτιμο, διότι φέρνει στο φως μία κατά το δυνατόν εξαντλητική έρευνα ντοκουμέντων από έναν αριστοτέχνη της αρχειακής έρευνας, ενώ συμπυκνώνει με σοφό τρόπο τις κυριότερες πληροφορίες και πολλές άγνωστες λεπτομέρειες της πιο πρόσφατης ιστορίας της μουσικής θεσμικής ζωής.

 

Θα κλείσω την αναγκαστικά ελλειπτική αυτή παρουσίαση της παρούσης πολυδιάστατης, όπως προσπάθησα να δείξω, πραγματείας, θέτοντας ή μάλλον επαναλαμβάνοντας ορισμένα αιτήματα που θίγουν το «πώς» και «γιατί» αυτού που «δεν έχει επιτευχθεί» ακόμα, με τον τύπο του ερωτήματος, όπως το διδασκόμαστε από τον συγγραφέα, ιστορικό και κριτικό αποτιμητή της παρελθούσης και σύγχρονης μουσικής πραγματικότητας. Ήτοι:

Ποιές είναι άραγε οι αιτίες που εμπόδισαν και εμποδίζουν την ίδρυση Ακαδημίας Τριτοβάθμιας Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης ή Ανώτατης Σχολής Μουσικής στον τόπο μας; Λόγοι αντικειμενικοί-οικονομικοί, κοινωνικοί ή άλλοι λόγοι κοινωνικής σκοπιμότητας; Η αδιαφορία του κράτους για ένα πεδίο που δεν το συμπεριλαμβάνει στους τομείς ζωτικής σημασίας ή άλλοι λόγοι θεσμικών και προσωπικών ανταγωνισμών ή και υποκειμενικές αδυναμίες και ανεπάρκειες του απαιτούμενου δυναμικού για κάτι τέτοιο; Πώς αιτιολογείται – γιατί δεν δικαιολογείται – αυτό το έλλειμμα του τόπου μας στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν μάλιστα διαπιστώνουμε τόσες προόδους στα μουσικά πράγματα γενικώς; Ο Αντίοχος Ευαγγελάτος έδωσε κάποτε στην δεκαετία του 1970 την δική του αιτιολόγηση για το θέμα αυτό, απαντώντας στην πρόταση για ίδρυση Ανώτατης Ακαδημίας του Αλέκου Ξένου (όπως αναφέρεται σε δημοσιευμένα στο βιβλίο του Απ. Κώστιου Πρακτικά της Ε.Ε.Μ.): «[…] στο θέμα αυτό αντιδρά το Ωδείον Αθηνών» και προσέθεσε ότι η Ένωση επεδίωξε, όμως, και συνέχιζε να επιδιώκει την ίδρυση Ακαδημίας. Δεν θα πρέπει αναλόγως να αναζητήσουμε κι εμείς τις σημερινές αιτίες;

Επίσης, πού σκοντάφτει η δημιουργία ενός, φερ’ ειπείν, «Ινστιτούτου Έρευνας της Νεοελληνικής Έντεχνης Μουσικής» (στην Ιστορία και στο Παρόν), στο οποίο να συγκεντρώνονται και να απασχολούνται τόσοι και τόσοι νέοι μουσικολόγοι και ερευνητές, διδάκτορες μουσικολογίας, που δεν είναι δυνατόν να απορροφηθούν όλοι από το Πανεπιστήμιο και οι οποίοι θα συνέβαλαν ουσιαστικά στην αρχειοθέτηση, καταλογογράφηση, κατάταξη και δημοσίευση ενός αρχειακού υλικού που τώρα έρχεται στο φως σποραδικά και μόνον, με πρωτοβουλία ορισμένων προσώπων;

Δεν θα έπρεπε – εκτός από ορισμένες σημαντικές εκδοτικές προσπάθειες που έχουν γίνει και γίνονται, ευτυχώς – να υπήρχαν κριτικές εκδόσεις έργων αλλά και αρχειακών τεκμηρίων – πρακτικών, υπομνημάτων, αλληλογραφίας και όλων αυτών των τύπων αρχειακών στοιχείων, όπως τους συναντούμε στο βιβλίο που παρουσιάζουμε εδώ – που θα εξασφάλιζαν την ελεύθερη πρόσβαση στην έρευνα και την ελεύθερη χρήση του υλικού από όλους τους μουσικολόγους και μουσικούς; Έτσι, θα μπορούσε να προωθηθεί και η συγγραφική δραστηριότητα και να προκύψουν (πέρα από τις αποσπασματικές αναφορές) σειρές μονογραφιών και βιογραφιών όλων των μουσουργών μας, όπως υπάρχουν παντού στον κόσμο και καθιστούν δυνατή την ευρύτερη διάδοση αλλά και εγγυώνται την ελευθερία της έρευνας. Διαφορετικά, πιστεύω ότι δεν είναι δυνατόν να προωθηθεί ουσιαστικά ούτε η καλλιτεχνική δημιουργία, ούτε η επιστημονική συζήτηση, διότι, όπως γνωρίζουμε, η πρόοδος δεν εξαρτάται μόνον από λίγες ιδιοφυΐες – οι οποίες και αυτές παρεμποδίζονται έτσι στο έργο τους και φθείρονται χωρίς περιρρέουσα ατμόσφαιρα – αλλά και από τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ερευνητών και καλλιτεχνών που ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο.

 

Πιστεύουμε ότι αν προωθηθούν σωστά αυτά τα δύο: η ανώτατη καλλιτεχνική παιδεία και ο ερευνητικός και εκδοτικός μουσικολογικός χώρος κριτικών εκδόσεων, τότε δεν θα «είμαστε υποχρεωμένοι να αρχίζουμε απ’ αρχής να κινούμε τον λίθο του Σισύφου», όπως έλεγε ο Καλομοίρης. Γιατί τότε μόνον θα διαμορφωθούν εγγυημένα κριτήρια αξιοκρατίας και τότε θα δικαιωθούν και οι ηρωικές προσπάθειες και θυσίες των ιστορικών αυτών προσωπικοτήτων που κράτησαν την μουσική ζωή και παιδεία στην Ελλάδα έως σήμερα, τις οποίες τιμά και η πραγματεία για την ιστορία της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών του Καθηγητού Απόστολου Κώστιου.

 
© Περιοδικό «Μουσικολογία»