Περιλήψεις τεύχους 21 (2013)
Βιβλιοπαρουσίαση

Μάρκος Τσέτσος
Η μουσική στην νεότερη φιλοσοφία. Από τον Καντ στον Αντόρνο, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012
Παρουσίαση: Ολυμπία Ψυχοπαίδη-Φράγκου

Μάρκος Τσέτσος, Η μουσική στην νεότερη φιλοσοφία. Από τον Καντ στον Αντόρνο

Συγχαίρουμε τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», οι οποίες, εν μέσω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει και τον εκδοτικό χώρο, έκαναν δυνατή την έκδοση αυτού του «εξαιρετικού», με την διττή σημασία της λέξης, βιβλίου: εξαιρετικού, τόσο με την έννοια της σπανιότητας της προβληματικής του, όσο και με την έννοια της αξιολόγησης. Δύο διαστάσεις που δεν είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη, αλλά και που δεν ταυτίζονται πάντα. Επειδή εδώ, κατά την γνώμη μου, ταυτίζονται – η σπανιότητα, δηλαδή, με την ποιότητα – θα ήθελα εισαγωγικά να πω δυο λόγια μόνον σχετικά με το φαινόμενο της έλλειψης σοβαρών πραγματειών στο πεδίο της φιλοσοφικής αισθητικής της μουσικής, διότι η σπανιότητα συνδέεται συνήθως με την έννοια του νεωτερισμού και της πρωτοπορίας.

α) Το φαινόμενο αυτό, της έλλειψης – το οποίο επισημαίνεται και από τον συγγραφέα στον πρόλογό του – δεν οφείλεται μόνον σε εκδοτικά κενά ή στην τάχα μη χρησιμότητα ή ωφελιμότητα του αντικειμένου, αλλά και στο ίδιο το πράγμα, με την έννοια ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σύνθετο πεδίο που απαιτεί από τους συγγραφείς πολλές προϋποθέσεις ειδικών γνώσεων. Παράλληλα όμως, δίνεται και η εικόνα ενός κενού, ενός χάσματος μεταξύ της κοινωνίας και της συγκεκριμένης εξειδίκευσης. Ενός χάσματος με χαρακτήρα παράδοξο, θα έλεγα, διότι η αναγκαιότητα μιας εξειδίκευσης θα έπρεπε να συνδέεται άμεσα με την κοινωνία και αν σκεφθεί κανείς ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι (ακόμη και παιδιά) που να μην σκεφθούν ή να μην εκφέρουν καθημερινά, με τον τρόπο τους, περισσότερο ή λιγότερο “έγκυρες” αισθητικές γνώμες και κρίσεις (για αντικείμενα, για συμπεριφορές, για ήχους του περιβάλλοντός τους κ.λπ.), θα δυσκολευθεί να ερμηνεύσει τον “περιθωριακό” εν πολλοίς ρόλο της Αισθητικής στην έρευνα και στον ακαδημαϊκό προγραμματισμό. Το φαινόμενο έχει την ίδια παραδοξότητα, τηρουμένων των αναλογιών, παντού στον κόσμο, όπου παρατηρείται ένα πρόβλημα απώθησης ιδιαίτερα της φιλοσοφικής – λεγόμενης – αισθητικής της μουσικής ακόμη και από επαγγελματικές ομάδες, όπως είναι συχνά οι μουσικοί και οι συνθέτες, οι οποίοι ως ερμηνευτές και δημιουργοί αποτελούν κανονικά τον διαμεσολαβητικό κρίκο μεταξύ κοινωνίας και θεωρίας. Αλλά και η επιστήμη της Μουσικολογίας άργησε να συνειδητοποιήσει την σπουδαιότητα της “αισθητικής της μουσικής” ως του πεδίου που ασχολείται με το κατ’ εξοχήν αντικείμενό της που είναι η ίδια η μουσική (ούτε δηλαδή μόνον η ιστορία της ή μόνον η σημειογραφία της ή η ακουστική της ή και τα άλλα επεξηγηματικά επί μέρους πεδία της).

Από την άποψη αυτή, το Πανεπιστήμιό μας βρίσκεται στην διεθνή πρωτοπορία, διότι ενσωμάτωσε την φιλοσοφική “αισθητική της μουσικής” εδώ και 23 περίπου χρόνια στο ακαδημαϊκό πεδίο της Μουσικολογίας, ως αντικείμενό της. Διεθνώς, παρ’ όλο που οι σχετικές πραγματείες είναι αναλογικά πολυπληθέστερες, σε ελάχιστα πανεπιστήμια έχει εγκαθιδρυθεί η φιλοσοφική αισθητική της μουσικής ως ιδιαίτερο πεδίο. Αρκεί να θυμηθώ ότι σε δύο μεγάλα συνέδρια της “Διεθνούς Εταιρείας Χέγκελ”, στα οποία συμμετείχαν ερευνητές από όλο τον κόσμο, οι ομιλητές με θέματα αισθητικής της μουσικής ήταν μόνον δύο – και οι δύο Έλληνες: ο συγγραφέας της σημερινής έγκυρης πραγματείας στα ελληνικά H μουσική στη νεότερη φιλοσοφία, Μάρκος Τσέτσος, και η υπογράφουσα, πράγμα το οποίο δεν ήταν δυνατόν να μην προσεχθεί. Για να χαριτολογήσω: “ex oriente lux” ή “ex oriente luxus” (παραφράζοντας το “ex occidente luxus”) για όσους θεωρούν την Αισθητική ως πολυτέλεια στο πλαίσιο της χρησιμοθηρικής κοινωνίας μας.

β) Η δεύτερη, τώρα, αξιολογική έννοια του εξαιρετικού χαρακτήρα του βιβλίου του Μάρκου Τσέτσου, στην οποία αναφέρθηκα, έχει να κάνει με τα ιδιαίτερα συγγραφικά προσόντα του. Το βιβλίο αποτελεί καταστάλαγμα πολλών χρόνων μελέτης και έρευνας του συγγραφέα, αλλά και διδασκαλίας με βασικό συμφέρον την επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης μουσικοαισθητικών διαστάσεων με τις κυρίως φιλοσοφικές κατηγορίες. Μία μέθοδος που διατρέχει σχεδόν όλο το έργο του συγγραφέα και που αποτελεί διεθνώς μία συμβολή στην έρευνα των βάσεων της Αισθητικής Θεωρίας και της αισθητικής σύστασης των έργων. Από την άποψη αυτή, το βιβλίο εντάσσεται γενικώς στην τάση της Κριτικής Αισθητικής (και, θα έλεγα, και μιας Κριτικής Μουσικολογίας που αυτοκατανοείται ως τέτοια).

 Δυο λόγια, τώρα, για το περιεχόμενο του βιβλίου του Μ. Τσέτσου. Οι θεωρίες, με τις οποίες ασχολείται ο συγγραφέας, εντάσσονται από τον ίδιο κατ’ αρχάς σε μια μεγάλη και γενική τριμερή διάκριση με κριτήριο την σχέση μορφής και περιεχομένου: διαχωρίζονται σε θεωρίες Ετερονομίας, Απόλυτης Αυτονομίας και Σχετικής Αυτονομίας. Πρόκειται για μία κλασσική σχηματική διάκριση, η οποία, σε κάθε περίπτωση, βοηθά σε μια πρώτη τακτοποίηση των σκέψεων για την μουσική και την πολυποικιλία των θεωριών για την φύση της: η μουσική ως φαινόμενο (ηχητικό, κοινωνικό, ψυχολογικό, γλωσσικό) ή ως τέχνη (κάτι που συνδέεται συγκεκριμένα με την υπερκείμενη διάσταση του πολιτισμού) είναι ένας προβληματισμός που απασχόλησε δημιουργικά διάφορες εποχές και φιλοσοφικά-αισθητικά ρεύματα στην προσπάθειά τους να ερευνήσουν την “ειδοποιό διαφορά” της μουσικής. Πιστεύω ότι ακόμη και στις πιο νατουραλιστικές εκδοχές της, η θεωρία δεν αμφισβήτησε τον sui generis χαρακτήρα της μουσικής: η μουσική είναι γλώσσα sui generis, ήχος sui generis, επικοινωνία sui generis και, για μερικούς, είναι μάλιστα φιλοσοφία η ίδια. Η ιδιαιτερότητά της είναι ακριβώς που απασχολεί και τον συγγραφέα στο εγχείρημά του να ανακατασκευάσει κριτικά τις έννοιες των πιο σημαντικών σχετικών θεωριών. Πιστεύω ότι επιτυγχάνει αυτόν τον στόχο του παίρνοντας λογικά συνεπείς αποφάσεις κατά την κρίση του. Τα ζητήματα που θίγονται ιδιαίτερα στις επί μέρους αναπτύξεις των θεωριών είναι σύνθετα και επιτρέπουν σίγουρα και άλλες ερμηνείες στο πλαίσιο της διεθνούς σύγχρονης συζήτησης. Ως προς την διάκριση των θεωριών, π.χ., ένα ερευνητικό ζήτημα θα ήταν εάν δικαίως η έννοια της Ετερονομίας επεκτείνεται και στην σύνδεση της μουσικής με το Απόλυτο (με την Ιδέα, π.χ., ή με τον πολιτισμό ή με μια συνολική έννοια της κοινωνίας) και στην σχέση Αισθητικού και Ηθικού. Από την άποψη αυτή, ειρήσθω εν παρόδω, ο Αντόρνο, π.χ., δύσκολα θα εντασσόταν οπουδήποτε (το θέτω ως ερώτημα), διότι έχει μία έννοια ουσίας της κοινωνίας ως αληθούς πραγματικότητας, η οποία μεσολαβείται στη μουσική μέσα από την ανθρώπινη εργασία, όπως αυτή ενσωματώνεται στην τεχνολογία, καθώς και μία έννοια “χρηστικής”, μη αλλοτριωμένης αξίας της μουσικής που επιδρά στην θεωρία του ως ρυθμιστικό κριτήριο, δηλαδή την αξία του ωραίου, της αισθητικής ομορφιάς, ως “υπόσχεσης της ευτυχίας”, σύμφωνα με τον Μπαλζάκ. Αυτή η ουτοπική στιγμή συμφιλίωσης, η οποία δεν είναι μελλοντική, αλλά υλοποιείται ήδη στην “μεγάλη μουσική”, σύμφωνα με τον Αντόρνο, δεν είναι θέμα “μορφής και περιεχομένου” αλλά χρονικής δομικής στιγμής και έκφρασης. Παρ’ όλα αυτά, η ένταξη στο βιβλίο του Τσέτσου της Κριτικής Αισθητικής Θεωρίας του Αντόρνο στην ομάδα της “Σχετικής Αυτονομίας” νομιμοποιείται τόσο ως υπόδειξη της δυνατότητας μιας πρώτης προσέγγισης στην πολλάκις χαρακτηρισθείσα ως “αινιγματική” θεωρία του, όσο και από τους συν-ενταγμένους στην ομάδα αυτή (ιδιαίτερα τον Μπλοχ και τον Πλέσνερ). Με αυτό, δεν θέλουμε να πούμε ότι πολλά από τα παραπάνω δεν επεξηγούνται με έγκυρο και ευσυνείδητο τρόπο στα επί μέρους ειδικά κεφάλαια.

Ένα άλλο ερευνητικό ερώτημα θα ήταν το αν ο Καντ δεν αφήνει τελικά παράθυρα ανοιχτά για την κατανόηση μιας χρονικής μορφής στην θεωρία του. Κατά ένα μεγάλο μέρος των συγγραφέων και συχνά των πιο σύγχρονων ένθεν και εκείθεν, ο Καντ δεν αφήνει τέτοια περιθώρια. Δεν παύει όμως το ζήτημα αυτό να παραμένει ως ερευνητικό ερώτημα. Ο Μ. Τσέτσος είναι θετικός στις αποφάσεις του σχετικά με τα ερευνητικά ερωτήματα, θέτοντας ωστόσο αρκετές διαστάσεις για περαιτέρω προβληματισμό. Στις εξαιρετικές περιγραφές του των θεωριών, στις οποίες λαμβάνει υπ’ όψιν του ευσυνείδητα την σχετική συζήτηση, παρατηρούμε ένα καθοριστικό συμφέρον του συγγραφέα να προσεγγίσει και να εντοπίσει τον ρόλο της Διάνοιας στην μουσική, πράγμα που χαρακτηρίζει, κατά την γνώμη μου, και όλα του τα γραπτά και που, βεβαίως, είναι εξέχουσας σημασίας: χωρίς να πέφτει στην απόκλιση ενός στείρου ορθολογισμού και επιστημονισμού, αναζητά τα κριτήρια που του επιτρέπουν να ερμηνεύει την μουσική ως λογικόν Όλον. Η ταύτισή του με αυτόν τον προβληματισμό ίσως να συνδέεται, και αυτό δεν είναι τυχαίο, με την ιδιότητά του να είναι εκτός από μουσικολόγος ένας κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν εξέχων μουσικός. Έτσι, κατά την πραγμάτευση των θεωριών γίνεται σαφές ότι η πραγματική του αφετηρία είναι η μουσική, ότι είναι αυτή και η ερμηνεία της που τον οδηγεί στην φιλοσοφία, όπως υποδεικνύει η εμμονή του στην θεματοποίηση του λογικού χαρακτήρα της μουσικής.

Δεν ξέρω αν μ’ αυτό επιτυγχάνω και την εξειδικευμένη μέθοδο του συγγραφέα που διατρέχει όλες τις αναπτύξεις του, πάντως θα κλείσω από την μεριά μου επισημαίνοντας ότι το μεγαλύτερο προσόν αυτού του βιβλίου είναι η αναδίφηση των βάσεων της αισθητικής της μουσικής, ενώ αναφέρεται και σε θεωρητικούς, οι οποίοι έχουν συζητηθεί ελάχιστα ή και καθόλου και όχι μόνον στον τόπο μας, όπως είναι π.χ. ο Πλέσνερ ή και ο Σέλερ, για τον οποίο γνωρίζουμε μόνον μία ιδιαίτερη πραγμάτευσή του από τον Κοσμά Ψυχοπαίδη στο τελευταίο του βιβλίο, Όροι, αξίες, πράξεις, από την πλευρά της Κοινωνικής Θεωρίας. Για την τέχνη και την μουσική, το σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο του Τσέτσου είναι η πρώτη συζήτηση που γνωρίζουμε στον χώρο μας. Και άλλες πολλές πρωτοτυπίες περιέχει το παρόν βιβλίο πιο σύντομα ή πιο εκτεταμένα, επιτυγχάνοντας έτσι μια πολυσχιδή και σχεδόν πλήρη εικόνα και ερμηνεία της φιλοσοφικής αισθητικής. Αναφέρω απλώς τις αναλύσεις για την φαινομενολογία και τον Ρόμαν Ίνγκαρντεν (ήταν καιρός για μια πιο πλήρη προσέγγισή του), την εξαιρετική περιγραφή της θεωρίας του Σέλλινγκ στον, εκ των πραγμάτων, λίγο χώρο που της διαθέτει στο εισαγωγικό κεφάλαιο, τις αναφορές του στον Έντουαρντ φον Χάρτμαν, στον Νικολάι Χάρτμαν σε αντιπαράθεση με τον Ίνγκαρντεν, στον Ντίλταυ, στους Λιπς, Φόλκελτ, Λότσε, και στην σύνδεση με την μουσικολογική ερμηνευτική του Κρέτσμαρ και του Άρνολντ Σέρινγκ.

Η μουσική στην νεότερη φιλοσοφία ανανεώνει και ανεβάζει το επίπεδο της έρευνας της αισθητικής της μουσικής. Προσφέρει πολλές αφορμές σε ειδικούς μουσικολόγους για τον αναλογισμό και την αυτοκατανόηση του πεδίου τους, ενώ βοηθάει και στην προσπάθεια ένταξης των διαφόρων απόψεων στην μία ή στην άλλη αισθητική ιδεολογία. Έχει επομένως και ιδιαίτερη αξία για μία υψηλού επιπέδου διδασκαλία της Αισθητικής της Μουσικής στο πλαίσιο της Μουσικολογίας και, τέλος, μπορεί να αποτελεί ένα ποιοτικό ανάγνωσμα για τους ερασιτέχνες – με την καλύτερη και ουδέτερη έννοια της λέξης – οι οποίοι ενδιαφέρονται για τα γράμματα και τις τέχνες και – διακαώς – για την μουσική.*

 

* Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου που οργάνωσαν οι Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Για το βιβλίο μίλησαν επίσης η Αλεξάνδρα Μουρίκη και ο Γιώργος Μανιάτης.

 
© Περιοδικό «Μουσικολογία»