Πτυχές του γυναικείου “πιανισμού” στα Επτάνησα του 19ου αιώνα
Το νεωτερικό όργανο που άκουγε στο όνομα «pianoforte» δεν άργησε να επιβληθεί κατά τον 19ο αιώνα στην αστική μουσική καθημερινότητα του λεγόμενου «δυτικού κόσμου». Οι δραστηριότητες των βιρτουόζων του πιάνου και η ογκώδης κυκλοφορία πιανιστικών έργων όλων των βαθμών δυσκολίας είναι οι πλέον εμφανείς πτυχές της εκλεκτικής μονομανίας των φιλόμουσων με το όργανο αυτό. Εξίσου σημαντική, όμως, είναι και η προσέγγιση του πιάνου ως απαραίτητου στοιχείου της κατάρτισης μιας κόρης και επίδοξης συζύγου, η συμβολική θέση του σε σχέση με την κοινωνική επιβεβαίωση μιας οικογένειας, αλλά και η καταλυτική παρουσία του στην καθημερινή οικιακή ψυχαγωγία. Στο πλαίσιο των παραπάνω προσεγγίσεων, το «ωραίο φύλο» (είτε ως θυγατέρα, είτε ως σύζυγος, είτε ως μητέρα) κατείχε κεντρική θέση, μιας και η αντίληψη της εποχής απέδιδε κυρίως σε αυτό επίκτητες καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Για τον παραπάνω λόγο εθεωρείτο δεδομένο ότι η μουσική ψυχαγωγία του σπιτιού ήταν εξ ορισμού γένους θηλυκού, αλλά και ότι οι μουσικές επιδόσεις της όποιας δεσποινίδος αύξαναν τις πιθανότητες επιτυχούς αποκατάστασής της.
Όπως είναι εύλογο, στα Επτάνησα του 19ου αιώνα οι παραπάνω κοινωνικές συμβάσεις και τάσεις έπαιζαν καίριο ρόλο. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να προβάλει μια σειρά άγνωστων πτυχών της σχέσης των επτανησίων θυγατέρων, συζύγων και μητέρων με το πιάνο, όπως αυτές προκύπτουν από μαρτυρίες εποχής, αρχειακές πηγές και άλλα στοιχεία. Επιπλέον, δίδεται έμφαση στις περιπτώσεις της Αμαλίας Βράιλα, της Σουζάνας Ναράντση, των θυγατέρων του Ανδρέα Λασκαράτου και των αγγλοϊόνιων συνθετριών Anna και Maria Gironci-Dixon, καθώς και της Parthenope Barker.
© Περιοδικό «Μουσικολογία»