Προλογικό σημείωμα

Στον παρόντα τόμο της, η Μουσικολογία έχει τη χαρά να φιλοξενεί τα πρακτικά του συνεδρίου «Μουσική και Γλώσσα», που διοργάνωσε το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε χώρα στους χώρους του Πανεπιστημίου στις 23 και 24 Νοεμβρίου του 2012. Η κλασική και πολυδιάστατη θεματική έγινε αφορμή για την κατάθεση πλήθους ετερόκλητων συμβολών από τις περιοχές της συστηματικής και της ιστορικής μουσικολογίας, της γλωσσολογίας και της φωνολογίας, της ψυχολογίας, της τεχνολογίας και της φιλοσοφίας. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι συζητήσεις περιστράφηκαν γύρω από τα πάγια ερωτήματα που η συγκεκριμένη θεματική θέτει από μόνη της: Σε τι συγκλίνουν και σε τι αποκλίνουν μουσική και γλώσσα; Ποιες είναι οι γλωσσικές διαστάσεις της μουσικής και ποιες οι μουσικές διαστάσεις της γλώσσας; Είναι η μουσική γλώσσα και, αν ναι, είναι η επικοινωνιακή της λειτουργία εκφραστική, λογική, πραγματολογική; Ποιες είναι οι ιστορικές εκφάνσεις της σχέσης μουσικής και γλώσσας και ποιες οι δυνατότητες και τα όρια αυτής της σχέσης εντός της φωνητικής (και όχι μόνο) μουσικής; Οι συμβολές που διαφωτίζουν αυτά τα ζητήματα δημοσιεύονται στον παρόντα τόμο με τη σειρά που αναγνώσθηκαν στο συνέδριο.

Τη διαμεσολάβηση μουσικής και γλώσσας με αναφορά στο μαθηματικό στοιχείο, όπως αυτό εκδηλώνεται εναργώς στο ρυθμό και το τονικό ύψος, επιχειρεί με πρωτότυπο τρόπο ο Χαράλαμπος Σπυρίδης, για τον οποίο η μουσική είναι ρητά «γλώσσα έχουσα αλφάβητο και λεξιλόγιο». Ο Μάρκος Λέκκας, ωστόσο, θέτει το ζήτημα σε διαπραγμάτευση, επισημαίνοντας την πάντοτε ανοικτή σε σχέση με τη μουσική δυνατότητα μιας «μη λειτουργικής» προσέγγισής της, όπου η μουσική γλώσσα μετασχηματίζεται σε ένα «άτακτα μεταβλητό σημαίνον ενός επίσης άτακτα μεταβλητού σημαινόμενου». Οι πολλαπλές ακριβώς μορφές της μουσικής αναφοράς εξετάζονται στο κείμενο της Γεωργίας Μαρίας Τσερπέ που ακολουθεί και όπου η συγγραφέας αξιοποιεί για το σκοπό αυτό τη θεωρία περί συμβόλου του Hegel. Αποδεικνύεται ότι η μουσική ικανοποιεί τις απαιτήσεις τόσο του συμβατικού, «δημόσιου», όσο και του «ιδιωτικού και προσωπικού» συμβόλου, όπου περιεχόμενο και μορφή χωρίζονται το ένα από το άλλο. Το κείμενο του Ιάκωβου Σταϊνχάουερ, ωστόσο, μας υπενθυμίζει ότι το μουσικό νόημα δεν υλοποιείται αποκλειστικά και μόνο με όρους νόησης αλλά και με όρους ανθρώπινης σωματικότητας. Η μουσική κατανοείται εδώ από τη σκοπιά της «χειρονομίας», η οποία επιτρέπει τον συντονισμό της μουσικής με άλλα καλλιτεχνικά μέσα στις σύνθετες καλλιτεχνικές μορφές του θεάτρου, της όπερας, του μπαλέτου και του κινηματογράφου.

Στα κείμενα του Κώστα Τσούγκρα, του Μάρκου Τσέτσου και της Χριστίνας Αναγνωστοπούλου επιχειρείται μια κριτική επισκόπηση της παλαιότερης και πιο πρόσφατης μουσικολογικής και φιλοσοφικής συζήτησης γύρω από τη σχέση μουσικής και γλώσσας. Ο Τσούγκρας – σε ένα πλούσιο σε βιβλιογραφικές αναφορές κείμενο που θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμεύσει ως γενική εισαγωγή στο θέμα – αναδεικνύει την κατ’ ανάγκη διεπιστημονική διάσταση της παραπάνω σχέσης, όπως αυτή θεματοποιείται στο έργο θεωρητικών σαν τους Ray Jackendoff, Fred Lerdahl, Stefan Koelsch, Aniruddh Patel κ.ά. Ως απαραίτητο φιλοσοφικό συμπλήρωμα λειτουργεί το κείμενο του Τσέτσου, όπου με αφορμή ένα κλασικό κείμενο του Θρασύβουλου Γεωργιάδη επιχειρείται μια σύντομη ανακατασκευή των βασικών επιχειρημάτων της γερμανόφωνης φιλοσοφικής συζήτησης. Σε αυτήν κυριαρχεί το μοτίβο της απόκλισης μάλλον, παρά της σύγκλισης μουσικής και γλώσσας ή, εν πάση περιπτώσει, οι λογικοί όροι της όποιας σύγκλισης. Τους γλωσσολογικούς και μουσικούς-μορφολογικούς όρους σύγκλισης μουσικής και γλώσσας παρακολουθεί το κείμενο της Αναγνωστοπούλου, επιστρέφοντας από την περιοχή της φιλοσοφίας σε αυτήν της μουσικής ανάλυσης μέσα από μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κριτική παρουσίαση της σύγχρονης σχετικής βιβλιογραφίας.

Τα επόμενα τέσσερα κείμενα προσφέρουν ισάριθμες ενδιαφέρουσες ιστορικές προσεγγίσεις. Η Irmgard Lerch-Καλαβρυτινού μάς διαφωτίζει για τους λόγους που οδήγησαν στη διαμόρφωση της τροπικής σημειογραφίας, μέσα από την αναφορά της στη μουσική της πρώιμης πολυφωνίας, όπου η ρυθμική οργάνωση παραμένει απροσδιόριστη και μπορεί να ανακατασκευαστεί μόνο με τη βοήθεια της ρυθμικής παραμέτρου του κειμένου. Στην πρωτότυπη συμβολή της Lerch-Καλαβρυτινού έρχεται να προστεθεί αυτή του Θεόδωρου Κίτσου, ο οποίος επιχειρεί μια πρώτη διερεύνηση σπάνιων συνθέσεων του 16ου και του 17ου αιώνα, όπου γίνεται χρήση της ελληνικής γλώσσας. Εξίσου σπάνιες είναι οι συνθέσεις, του 18ου αιώνα, αυτή τη φορά, στις οποίες θεματοποιείται η ίδια η σχέση ποίησης και μουσικής. Μια πρώτη ματιά σε αυτές ακριβώς τις συνθέσεις, που σχολιάζουν καλλιτεχνικά τις τότε επίκαιρες φιλοσοφικές συζητήσεις, προσφέρει το κείμενο της Μαριάννας Σιδερή. Ενδεχομένως πιο γόνιμη ακόμα για την προαγωγή της συζήτησης είναι η αναλυτική ματιά σε συνθέσεις φωνητικής μουσικής, όπου το ουσιαστικό νόημα δεν εκπορεύεται από το κείμενο αλλά από την ίδια τη μουσική και την αλληλοαναφορά των μορφολογικών της στοιχείων. Στο γνωστό «Erbarme dich» από τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Bach βλέπει ο Γιώργος Ζερβός την υποδειγματική περίπτωση μιας τέτοιας ιδιότυπης σχέσης.

Η μελέτη της αρχαιοελληνικής και της βυζαντινής μουσικής συνιστά ουσιώδες και αναπόσπαστο κομμάτι της νεοελληνικής μουσικολογίας. Τα κείμενα του Στέλιου Ψαρουδάκη, του Θωμά Αποστολόπουλου και του Αχιλλέα Χαλδαιάκη επιτυγχάνουν τη γόνιμη επαναπροσέγγιση της σχέσης μουσικής και κειμένου στη μουσική της αρχαιότητας και του Βυζαντίου υπό τις προϋποθέσεις και την ορολογία της σύγχρονης γλωσσολογικής, φιλολογικής και μουσικολογικής έρευνας, προς αποκατάσταση των απαραίτητων δεσμών με την ιστορική μουσικολογία. Ο Ψαρουδάκης επιχειρεί την σύνδεση των νοημάτων του κειμένου Ύμνος εις Ήλιον με τις επιλεγμένες από τον συνθέτη Μεσομήδη του 2ου μ.Χ. αιώνα μελορρυθμικές δομές, καταδεικνύοντας με ενάργεια πώς η μουσική παρακολουθεί και αναπτύσσει, με τους δικούς της όρους, τα νοήματα αυτά. Την επιβίωση αρχαίων μεθόδων ρυθμοποιίας στη βυζαντινή υμνογραφία εξετάζει ο Αποστολόπουλος, συμβάλλοντας έτσι στην αποκατάσταση της ιστορικής μας εικόνας για τη σχέση μουσικής αρχαιότητας και μουσικού μεσαίωνα στην επικράτεια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Χαλδαιάκης, τέλος, προβαίνει σε μια ρηξικέλευθη επαναπροσέγγιση της βυζαντινής μουσικής, ισχυριζόμενος ότι «δεν πρόκειται για κάποιου είδους “ιερή μουσική”, που θα ήταν ανεπίτρεπτο να παραβιάζεται, αλλά για ένα ανοικτό και ευέλικτο “μουσικό μόρφωμα”, που οσάκις είναι αναγκαίο και απαραίτητο επιβάλλεται να αλλάζει και να εξελίσσεται».

Τα αμέσως επόμενα άρθρα μάς στρέφουν στο δημοτικό τραγούδι και τη νεοελληνική έντεχνη μουσική. Η Μέμα Παπανδρίκου παρουσιάζει τέσσερις εκδοχές του γαμήλιου τραγουδιού «Σήμερα λάμπει ο ουρανός» από το σύνολο του ελλαδικού χώρου, εντοπίζοντας διαφορές και ομοιότητες στη στιχουργική, τη μελοποιία και το ρυθμό. Την εξαιρετικά σπάνια περίπτωση σύμπτωσης ποιητή και συνθέτη στο ίδιο πρόσωπο διερευνά ο Αθανάσιος Τρικούπης, εξάγοντας συμπεράσματα σχετικά με την αλληλεπίδραση των μουσικών μορφοποιητικών χαρακτηριστικών του λόγου και του μέλους. Μια επίσης ελάχιστα ερευνημένη περιοχή της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής εξετάζει και ο Κώστας Χάρδας, υποστηρίζοντας πως, με αφετηρία τη μεταπολεμική μουσική για το αρχαιοελληνικό θέατρο, η αρχαιοελληνική γλώσσα γίνεται σταθερός τόπος αναφοράς σημαντικών εκπροσώπων του νεοελληνικού μοντερνισμού, ακόμα και σε έργα τους με σαφώς αυτόνομη λειτουργία. Η Μαρία Ντούρου, από την πλευρά της, εξετάζει πώς η ποίηση του Καβάφη ενίοτε καθορίζει το μουσικό περιεχόμενο συνθέσεων που την μελοποιούν ακόμα και σε επίπεδο μουσικών διαστημάτων (Λ. Ζώρας, Γ. Α. Παπαϊωάννου, Μ. Θεοδωράκης, Θ. Αντωνίου, Γ. Ιωαννίδης, Κ. Σφέτσας, Γ. Κουρουπός και Λ. Κανάρης). Τέλος, η Beata Iwona Glinka ανιχνεύει το πώς η γλώσσα, εν προκειμένω η ποίηση, λειτουργεί ως καταλύτης δομικών και εκφραστικών επιλογών στο έργο για σόλο φλάουτο σύγχρονων ελλήνων συνθετών.

Την επιστροφή σε συστηματικές και διεπιστημονικές διαστάσεις της σχέσης μουσικής και γλώσσας σηματοδοτεί το άρθρο της Ντόρας Ψαλτοπούλου-Καμίνη, η οποία καταδεικνύει το ρόλο που διαδραματίζει στη μουσικοθεραπεία η δυνατότητα εξωλεκτικής έκφρασης και επικοινωνίας διαμέσου της μουσικής. Στο άρθρο του Στυλιανού Τσακαλίδη που ακολουθεί, η επιστημονική διαπίστωση ότι κατά το σχηματισμό της σκέψης και της ηχητικής εικόνας ενεργοποιούνται παρόμοιοι νοητικοί μηχανισμοί αξιοποιείται προς όφελος της προετοιμασίας της μουσικής εκτέλεσης, ενώ στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη του Γεωργίου Κωστελέτου διαπιστώνεται πως η υποκατάσταση της γλώσσας από τη μουσική κατά τη διενέργεια της «δοκιμασίας Turing» θέτει δύο μείζονος σημασίας ζητήματα: αφενός το ζήτημα της υποκειμενικότητας κατά το σχηματισμό των αισθητικών κρίσεων και αφετέρου αυτό της πιθανής επιβίωσης της δοκιμασίας Turing υπό μια νέα προσέγγιση και χρήση, κατά την οποία το ενδιαφέρον μεταστρέφεται από τον κρινόμενο στον κριτή. Τα επόμενα δύο άρθρα προσεγγίζουν τη σχέση μουσικής και γλώσσας από τη σκοπιά της φωνολογίας. Το άρθρο του Αθανασίου Σουλτάτη εστιάζει στα στοιχεία τα οποία η φωνολογία της γλώσσας μοιράζεται με τη μουσική και την ποίηση, ενώ αυτό της Στέλλας Βοσκαρίδου-Οικονόμου επιχειρεί να φωτίσει την πολυσυζητημένη αλλά και αμφιλεγόμενη έννοια της μουσικότητας μέσα στην ποίηση, αντλώντας ιδέες από τον τομέα της φωνολογίας. Η ενότητα ολοκληρώνεται με το άρθρο του Αθανασίου Ζέρβα, που διερευνά την προοπτική της ισόρροπης αντιστοίχισης μουσικής και γλώσσας μέσα από τη συστηματική σύνδεση γραμμάτων με φθόγγους στα πλαίσια της μελοπλασίας.

Η τελευταία ενότητα άρθρων στρέφεται εκ νέου στην εξέταση της σχέσης μουσικής και γλώσσας μέσα από τη μελέτη συγκεκριμένων περιπτώσεων. Στο άρθρο του, ο Νίκος Πουλάκης, με αφορμή τις σύγχρονες μουσικές-κινηματογραφικές αναλύσεις των οπτικοακουστικών μαζικών θεαμάτων, προσεγγίζει με κριτικό τρόπο την ταινία Avatar (2009). Ο Πουλάκης δεν περιορίζεται σε μία απλή διαπίστωση των σχέσεων μεταξύ μουσικής και γλώσσας, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά σε μουσικά και γλωσσικά κριτήρια, αλλά διευρύνει την ερμηνευτική προσέγγιση, εντάσσοντας στη συζήτηση δύο σχετικούς σημειωτικούς όρους: το «κείμενο» (text) και τον «λόγο» (discourse). Από την πλευρά της μουσικής ανάλυσης, ο Γιώργος Φιτσιώρης, εφαρμόζοντας προσφιλείς στη μουσική αφηγηματολογία μεθόδους, εξετάζει λεπτομερώς τις μουσικές διαδικασίες στο πρώτο θέμα από το Adagio της Σονάτας για πιάνο KV 280 του Mozart, με σκοπό τη διερεύνηση διαδικασιών απόδοσης νοήματος σε έργα απόλυτης μουσικής. Το άρθρο της Άννας-Μαρίας Ρεντζεπέρη-Τσώνου επαναφέρει ζητήματα σχέσης μουσικής και γλώσσας με αναφορά στη φωνητική μουσική του Δημήτρη Θέμελη, ενώ η Αναστασία Γεωργάκη επιχειρεί μια επιστημονική τεκμηρίωση της γραφικής γλώσσας του Ανέστη Λογοθέτη μέσα από τις συχνές αναφορές του ιδίου στον χώρο της Κυβερνητικής.

Τον παρόντα τόμο της Μουσικολογίας κλείνουν με τον καλύτερο τρόπο δύο ευφυέστατα κείμενα. Σε αυτό του Κωνσταντίνου Καρδάμη, έρχεται στο προσκήνιο μια ελάχιστα μελετημένη πτυχή του έργου του Ιουλίου Βερν: η ένταξη στο έργο αυτό της μουσικής και της περί αυτής προβληματικής. Τα βιβλία του Βερν κατορθώνουν να αφομοιώσουν με όρους λογοτεχνίας μία σειρά επίκαιρων την εποχή του συγγραφέα αντιλήψεων για τη μουσική. Η σχέση μουσικής και γλώσσας-λόγου προσεγγίζεται έτσι από μία εντελώς διαφορετική σκοπιά. Παρότι έργα οργανικής, μη φωνητικής, μουσικής, οι προγραμματικές συμφωνίες του Carl Ditters von Dittersdorf αναδεικνύουν με ανάγλυφο για την εποχή τρόπο ζητήματα διαμεσολάβησης της μουσικής μορφής από την ποιητική αλλά και το αντίστροφο. Τις διαστάσεις αυτής της διαμεσολάβησης αναδεικνύει ο Ιωάννης Φούλιας στο εξαίσιο άρθρο του.

Πολλά συμπεράσματα μπορεί να βγάλει κανείς από την παραπάνω σκιαγράφηση του περιεχομένου του παρόντος τόμου της Μουσικολογίας. Κυρίως, ότι η ίδρυση των Τμημάτων Μουσικών Σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια δημιούργησε με τον καιρό συνθήκες πολυδιάστατης και πρωτότυπης πρωτογενούς έρευνας διεθνούς στάθμης, αλλά και δημιουργικής αφομοίωσης και αξιοποίησης της προγενέστερης. Αναπόφευκτα, ωστόσο, έρχεται η άλλη, η θλιβερή, διαπίστωση ότι η συρρίκνωση των ακαδημαϊκών θεσμών που όλα αυτά τα χρόνια στήριξαν την ελληνική μουσικολογία έρχεται σε κτυπητή αντίθεση με την εικόνα ανάπτυξης των δημιουργικών της δυνάμεων. Ευχή όλων μας είναι η συρρίκνωση να ανασταλεί και η ανάπτυξη της μουσικολογικής έρευνας να αποδώσει όλους τους καρπούς με τους οποίους είναι γόνιμη.

  

  

Christoph Stroux

(με την ευγενή παραχώρηση του Αρχείου του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών)

 

Το 22ο τεύχος του περιοδικού Μουσικολογία αφιερώνεται στην μνήμη ενός επιφανούς μέλους του περιοδικού μας, του Κρίστοφ Στρουξ (1931-2013), του Διευθυντού της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη» ώς το 2006, του οποίου η συνέπεια στα καθήκοντά του και η αγάπη για την εργασία του ήταν αποφασιστικής σημασίας για την οργάνωση και την λειτουργία της μεγαλύτερης μουσικής βιβλιοθήκης της χώρας μας.

Εμείς τον γνωρίσαμε σαν ένα μουσικολόγο σπάνιας ουμανιστικής παιδείας, ο οποίος προώθησε την συνεργασία μας και τα σεμινάριά μας, βοηθώντας τους φοιτητές μας στην εξεύρεση της βιβλιογραφίας τους και στην έρευνα πηγών με προθυμία και ευγένεια, ενώ παράλληλα προσέφερε κατά δύναμιν εργασία στους νέους μουσικολόγους μας. Υπήρξε επίσης ένας σπάνιος επαγγελματίας με αυξημένο αίσθημα καθήκοντος, ο οποίος ουδέποτε «ταμπουρώθηκε» πίσω από το γραφείο του ως διευθυντής, αλλά – το αντίθετο – δεν είχε κανένα πρόβλημα και να κουβαλάει, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της Βιβλιοθήκης που το προσωπικό ήταν περιορισμένο, ο ίδιος το καροτσάκι ανεβοκατεβάζοντας βιβλία, πράγμα που δεν καταδέχονται να κάνουν άλλοι, πολύ μικρότερου διαμετρήματος από αυτόν. Πολύγλωσσος και κάτοχος της κλασσικής παιδείας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της γενιάς του στην πατρίδα του, μπορούσε να κινείται σε πολλές περιόδους της ιστορίας της μουσικής, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας. Πολλοί τον γνωρίσαμε προσωπικά και εκτός της Βιβλιοθήκης, όταν συνέβαλε και σε μερικά σεμινάριά μας, συμπόσια και συνέδρια ως συνδιοργανωτής και ομιλητής. Υπήρξε επίσης ένας άνθρωπος με λεπτή ευφυΐα και χιούμορ. Αγωνίστηκε ώς την τελευταία στιγμή για την στέγαση της Βιβλιοθήκης στο νέο κτίριο του ΟΜΜΑ, πιστεύοντας ότι οι βιβλιοθήκες είναι τα πραγματικά έργα υποδομής για μία χώρα, ενώ δεν έπαψε και μετά την απόσυρσή του να βρίσκεται και να βοηθάει στη Βιβλιοθήκη, στο πλευρό των νέων μουσικολόγων και διαδόχων του.

Στο περιοδικό μας έγινε μέλος της Επιστημονικής και Συμβουλευτικής Επιτροπής μετά το 1995. Έλαβε μέρος στο Α΄ Διεθνές Συνέδριο Μουσικολογίας στην Αθήνα που οργάνωσε η Μουσικολογία σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Goethe το 2002 με ομιλία, ενώ η συμβολή του στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο της Μουσικολογίας σε συνδιοργάνωση με την Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» και τον ΟΜΜΑ ως συνδιοργανωτή, ομιλητή και συνεπιμελητή της έκδοσης των Πρακτικών υπήρξε ανεκτίμητη (βλ. και www.musicology.gr / Πρακτικά των Συνεδρίων, καθώς και τις διαδικτυακές αναφορές στο όνομά του).

Για να τον τιμήσουμε, του αφιερώνουμε τα Πρακτικά του συνεδρίου «Μουσική και Γλώσσα» του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών που δημοσιεύονται εδώ, μία θεματική που θα ταίριαζε επίσης στην επιστημονική του συγκρότηση, δεδομένου ότι η βασική του έρευνα επικεντρώνεται σε μία εποχή σημαντικών θεωρητικών συζητήσεων σχετικά με την συνθετική τεχνική ενός είδους βασικά φωνητικού, όπως τα μοτέττα και οι ύμνοι. Η διδακτορική του διατριβή, Die Musica Poetica des Magisters Heinrich Faber, ερμηνεύει μία σημαντική πηγή για την έννοια της «ποιητικής» της μουσικής στην γερμανική προτεσταντική παράδοση των μέσων του 16ου αιώνα και αναφέρεται σε πρότυπα της λογοτεχνικής ποιητικής σε σχέση με τα μουσικά είδη, όπως π.χ. στη σύνθεση της ουμανιστικής ωδής, της οποίας η ομορρυθμική δομή ανήκει στην μετρημένη (Mensural) μουσική. Πρόκειται βέβαια κυρίως για μία θεωρία της αντίστιξης και της σύνθεσης, η οποία είχε και προηγούμενα πρότυπα, τόσο στην θεωρία, όσο και στην σύνθεση έργων σπουδαίων συνθετών, όπως ο Josquin Despres κ.ά., αλλά και που συνεχίστηκε εν μέρει με την θεωρία της ρητορικής στη μουσική. Στο εν λόγω κείμενο του Φάμπερ, π.χ., τονίζεται ότι στα μοτέττα και στους ψαλμούς, οι μελωδίες πρέπει να εφευρίσκονται έτσι, ώστε τα διαστήματα να αντιστοιχούν στις λέξεις, ενώ παράλληλα να διαμορφώνονται αντιθέσεις (κύρια έννοια του Φάμπερ είναι η έννοια της Vox). Προκειμένου να διαβαστεί το σε γοτθική γραφή χειρόγραφο του Φάμπερ στα λατινικά, αλλά και σε δύο ακόμη εκδοχές του, ο Στρουξ προβαίνει σε σύγκριση και ταυτοποίηση του συγγραφέως, χρονολογήσεις και μεταφορές των παραδειγμάτων, ώστε να γίνει δυνατή η ιστορική και θεωρητική ερμηνεία του κειμένου. Κατά την μεταγραφή των δύο τετράφωνων μοτέττων του ίδιου του Φάμπερ παρατηρείται η μίμηση του Josquin, ενώ όσον αφορά τις εκφραστικές διαστάσεις του κειμένου θεωρούνται ως παραδείγματα ακριβώς ασυμφωνίας μεταξύ κειμένου και μουσικής. Επίσης, ο Στρουξ υποστηρίζει την σύγχρονη εκδοτική τεχνική σε παρτιτούρα, πράγμα το οποίο δεν αντίκειται προς την ουσία της παλαιάς μουσικής (αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του την tabula compositoria). Θίγονται έτσι και σημαντικά προβλήματα σημειογραφίας, όπως τα θέτει ο Φάμπερ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ευφυής πραγμάτευση, κατά την προσπάθεια ορισμού της musica poetica, της έννοιας του opus perfectum et absolutum του Listenius, μιας μετέπειτα βαρυσήμαντης έννοιας της ιστορίας και της αισθητικής, από την άποψη του κοινωνικού και πολιτισμικού χαρακτήρα της γένεσής της στην Γερμανία, του κλειστού έργου, δηλαδή, που εγγυάται την διαιώνιση της φήμης του δημιουργού. Με αναφορά στον Dahlhaus, που στηρίζεται στην Κοινωνιολογία της θρησκείας του M. Weber, υποστηρίζεται ότι το «έργο» (πέρα από την σημειογράφηση και το τύπωμά του, που ήταν ανεπτυγμένα και στην Ιταλία, όπου όμως, σύμφωνα με τον Burckhardt, δεν υπήρξε καμμιά αναγνώριση της σύνθεσης ως αυτόνομου έργου τέχνης) συνδέεται στην εποχή του Listenius με το προτεσταντικό πνεύμα. Ένας προβληματισμός που θα ήταν ευχής έργον να λαμβάνεται υπ’ όψιν από ένα σωρό νεότερες θεωρίες, που είτε τον αγνοούν, είτε δεν του δίνουν την δέουσα βαρύτητα.

Θα μπορούσε, λοιπόν, ο ίδιος ο Στρουξ να είχε συμβάλει στο συνέδριο που δημοσιεύουμε, οπότε και θα είχαμε το αυθεντικό κείμενό του να συμπεριλαμβάνεται εδώ ή έστω ορισμένες παρεμβάσεις του. Δυστυχώς, η υγεία του δεν επέτρεπε πια αυτή την δραστηριότητα.

Ο Κρίστοφ Στρουξ πέθανε το 2013, σε ηλικία 82 ετών. Ένας γερμανός μουσικολόγος με ιδεοτυπική επιστημονική πορεία, αλλά ταυτόχρονα και ένας πολίτης του κόσμου. Γιος καθηγητού Πανεπιστημίου, γεννήθηκε το 1931 στο Μόναχο, τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του σε ουμανιστικό γυμνάσιο του Βερολίνου και του Hildesheim, ενώ αμέσως μετά σπούδασε μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο Humboldt και ενδιαμέσως στο Πανεπιστήμιο Albert-Ludwig του Freiburg. Αμέσως μετά το δίπλωμά του στο Βερολίνο (1954), γίνεται συνεργάτης της Σύνταξης της 12ης έκδοσης του Μουσικού Λεξικού Riemann. Στο Φράιμπουργκ συνέχισε, ενώ παράλληλα εργάσθηκε ως επιστημονικός συνεργάτης και λέκτορας στο εκεί Ινστιτούτο Μουσικολογίας, τις σπουδές του στα Λατινικά και τα Ελληνικά και εμβάθυνε τις μουσικο-ιστορικές του γνώσεις κοντά σε περίφημους καθηγητές, όπως π.χ. τον W. Gurlitt, τον οποίο και ανεγνώριζε ως κύριο δάσκαλό του, τον H. H. Eggebrecht κ.ά. Το 1967 καταθέτει την διατριβή του, στην οποία αναφερόμαστε παραπάνω, για την οποία ερεύνησε σε βιβλιοθήκες και αρχεία πολλών πόλεων (Βερολίνο, Ζwickau, Bamberg, Basel, Μόναχο κ.ά.). Αργότερα γίνεται Senior Lecturer στο Port Elisabeth, όπου δημοσιεύει το 1976 την διατριβή του, ερευνώντας και στην εκεί πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη.

Το 1992 εγκαθίσταται στην Αθήνα, παντρεμένος με την ελληνίδα πιανίστα Αγγελική Στρουξ. Στην αρχή έθεσε υποψηφιότητα στο νεοϊδρυθέν Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών με συνυποψήφιο τον Ίωνα Ζώτο, ο οποίος και τελικά εξελέγη στην θέση του Καθηγητού της Ιστορίας της Μουσικής. Από το 1994 αναλαμβάνει την θέση του Διευθυντού της Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη», ενώ συνεχίζει να δημοσιεύει σε μεγάλο βαθμό για θέματα της ελληνικής μουσικής. Είναι φυσικό το ότι οι θεματικές του μετατοπίσθηκαν, αν λάβουμε υπ’ όψιν την ειδίκευσή του αλλά και την ενασχόλησή του αρχικά με εκδόσεις, όπως το “Index Scriptorum στον τόμο In Memoriam Jacques Handschin (1962), ή σχετικά με το εκκλησιαστικό όργανο και την μουσική του κ.ά. Εδώ ασχολήθηκε με θέματα, όπως για την θεωρία του ελέγχου της μουσικής του Πλάτωνα, αλλά και για το πρόβλημα της συνέχειας στην ιστορία της ελληνικής μουσικής (“The Question of Continuity in the History of Greek Music”, Musica e Storia 16/1, 2008). Επίσης, έδωσε διάφορες διαλέξεις σε συνέδρια (π.χ. «Παρατηρήσεις πάνω στο ζήτημα των εθνικών σχολών στη μουσική του 19ου και 20ού αιώνος», 2002· «Ο Μπαχ αναλύει τον Μπαχ», 2003, κ.ά.).

Θα τον θυμόμαστε όπως τον περιγράψαμε στην αρχή και όπως άφησε την σφραγίδα του στον μουσικολογικό χώρο το πέρασμά του από την ζωή.

 

 

  

© Περιοδικό «Μουσικολογία»