Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 4-6 Νοεμβρίου 2003
Μπορούμε να πούμε ότι η λειτουργία του εκτελεστή, που έρχεται να ολοκληρώσει ως ζωντανό ηχητικό οργανισμό το όραμα του συνθέτη, ακολουθεί αντίθετη φορά εκείνης του μουσικολόγου-αναλυτή, του οποίου η αποστολή συνίσταται στον εντοπισμό, την περιγραφή και την μελέτη των επιμέρους δομικών στοιχείων του έργου, όπως αυτά βρίσκονται κατατεθειμένα στην παρτιτούρα. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν και σε ποιό σημείο οι λίγο ως πολύ αντίθετες αυτές πορείες συγκλίνουν, αν και κατά πόσον τα πορίσματα της όποιας αναλυτικής διαδικασίας μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση των επιλογών του ερμηνευτή στα πεδία του tempo και της ηχητικότητας, πεδία όπου συνήθως θεωρείται ότι εκδηλώνεται κατ’ εξοχήν η ερμηνευτική του ελευθερία.Το tempo δεν είναι, στην πραγματικότητα, αυτόνομο εκφραστικό μέσο αλλά προϋπόθεση για την ανάδειξη στην πράξη των δομικών παραμέτρων του έργου. Το ίδιο ισχύει, mutatis mutandis, για την παράμετρο της ηχητικότητας, ενώ η πράξη διδάσκει ότι οι προϋποθέσεις αυτές βρίσκονται σε στενότατη μεταξύ τους εξάρτηση, καθώς ο προσδιορισμός του tempo giusto συναρτάται εκάστοτε απόλυτα με την ηχητικότητα, ενώ η ηχητικότητα επηρεάζεται καθοριστικά στην ανάπτυξή της από το tempo.
Στην πραγματικότητα, tempo και ηχητικότητα δεν αποτελούν παρά δυο όψεις του ίδιου βαθύτερου ερμηνευτικού προβλήματος, που αφορά τόσο το τί των δομικών παραμέτρων όσο και το πώς της ηχητικής τους ολοκλήρωσης. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τα πορίσματα μιας αναλυτικής προσέγγισης θα πρέπει να βρίσκονται συνεχώς, έστω σε λανθάνουσα μορφή, στο επίκεντρο της εκτέλεσης, υπό την έννοια ότι προσφέρουν στον εκτελεστή σημαντικό κριτήριο για την διαμόρφωση των πρακτικών επιλογών του, στο πλαίσιο μιας διαρκούς διαλεκτικής σχέσης μεταξύ ήχου και μουσικής ιδέας που εγκαθίσταται από την αρχή σε κάθε νέα εκτέλεση του έργου και εξελίσσεται διαρκώς ανανεούμενη από την πρώτη ατάκα μέχρι την εξάντληση του ύστατου απόηχου της τελευταίας συγχορδίας.
© Περιοδικό «Μουσικολογία»