Η μελέτη αυτή κατέχει κεντρική θέση στον κύκλο των κοινωνιολογικών κειμένων του Theodor Adorno (1903-1969) για τη μουσική και θεωρείται ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενά του για τις κοινωνικές της λειτουργίες, καθώς και για την οριστική απώλεια τις ικανότητας για δομική ακρόαση στην εποχή της παρακμής του ατόμου. Η περιεκτική αυτή πραγματεία γράφτηκε από τον Adorno στα 1938 στην Αμερική και αποτελεί συνέχεια της προβληματικής της πραγματείας του Σχετικά με την κοινωνική θέση της μουσικής, όπου αναπτύσσονται οι απόψεις του σχετικά με τη «μουσική ως εμπόρευμα» και την ιδεολογική συνείδηση των καταναλωτών της. Δημοσιευμένη αρχικά στο Zeitschrift für Sozialforschung (Περιοδικό για την Κοινωνική Έρευνα), στο τεύχος VII, αποτέλεσε εξαιρετικό δείγμα φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας της τέχνης.Στο κείμενο αυτό, με την τυπική αμφίθυμη, πικρή και συχνά σαρκαστική διάθεση που τον διακρίνει, ο Adorno στιγματίζει (όπως υποστηρίζουν οι επιμελητές της αγγλικής έκδοσης, Alex Neill και Aaron Ridley) τη δημοφιλή ή μαζική κουλτούρα – φαίνεται σαν να απεχθάνεται σχεδόν τη jazz και άλλα «σουξέ», αλλά επίσης και λαϊκά όργανα, όπως το μπάντζο, την κιθάρα και το γιουκαλίλι – ως προϊόντα της «βιομηχανίας του πολιτισμού», βασική λειτουργία της οποίας είναι να διαιωνίζει τις υπάρχουσες – και κατά συνέπεια συντηρητικές – κοινωνικές καταστάσεις.
© Περιοδικό «Μουσικολογία»