Ο Ντάλχαους, από τη μεριά του, εξετάζει τη διαλεκτική των επικρατουσών ανά εποχή αισθητικών θεωριών, απέχοντας από προσωπικές αξιολογικές τοποθετήσεις και δικαιώνοντας κάθε μία από τις επιμέρους αισθητικές θεωρίες στη βάση των εκάστοτε καλλιτεχνικών προτύπων που αυτές επιχειρούν κατά βάθος να υποστηρίξουν. Η αισθητική κρίση, ακόμα και η ίδια η έννοια της μουσικής, δείχνει να καθορίζεται από το καλλιτεχνικό παράδειγμα που τις επικαλείται για να νομιμοποιηθεί. Έτσι, η ιστορία των μουσικο-αισθητικών θεωριών θεμελιώνεται ουσιαστικά στην ιστορία των μουσικών ειδών και τεχνοτροπιών. Για παράδειγμα, ο Ντάλχαους ερμηνεύει, σε γενικές γραμμές, την κλασικιστική μουσική αισθητική ως προσπάθεια ανάδειξης της φωνητικής μουσικής σε αντιπροσωπευτικό μοντέλο της μουσικής εν γένει ή ως προσπάθεια θεωρητικής υποστήριξης της ιδέας της ετερονομίας του μουσικού έργου, ενώ τη ρομαντική μουσική αισθητική ως απόπειρα θεμελίωσης της αυτονομίας του μουσικού έργου τέχνης με πρότυπο την οργανική ή αργότερα την απόλυτη μουσική. Πίσω από το απαξιωτικό επιχείρημα της εννοιακής και παραστασιακής ασάφειας της οργανικής μουσικής κρύβεται, σύμφωνα πάντα με το συγγραφέα, το κλασικιστικό αίτημα υποταγής της μουσικής στον ποιητικό λόγο, ενώ η υπεράσπιση ακριβώς του αφηρημένου της χαρακτήρα από τους ρομαντικούς προϋποθέτει την τοποθέτηση της οργανικής μουσικής ακόμα και στην κορυφή της ιεραρχίας των τεχνών. Όσον αφορά την παραδοσιακή μουσική αισθητική στο σύνολό της, η διαπραγμάτευση του Ντάλχαους στρέφεται ουσιαστικά γύρω από τη διαλεκτική αισθητικής και καλλιτεχνικής κρίσης με μια κλίση, όπως είδαμε, προς τη θεμελίωση της πρώτης στη δεύτερη.
Το βιβλίο του Ντάλχαους είναι διαρθρωμένο σε 14 κεφάλαια των οποίων προτάσσεται πρόλογος. Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εξετάζει τις ιστορικές προϋποθέσεις κατανόησης των βασικών προβλημάτων της μουσικής αισθητικής. Έτσι, η αντίδραση του Schönberg στη ρομαντική μεταφυσική του Ωραίου και η πρόταξη εκ μέρους του της τεχνολογικής τάσης μπορεί να αναχθεί, σύμφωνα με τον Ντάλχαους, στην παράδοση της αριστοτελικής θεωρίας της τέχνης, ως «θεωρίας του κατασκευάζειν και του παράγειν» (σ. 18). Η αισθητική του Schopenhauer τον παραπέμπει στην πλατωνική μεταφυσική του Ωραίου, για την οποία ο Ντάλχαους παρατηρεί κριτικά ότι «ως φιλοσοφία της τέχνης κινδυνεύει να βρεθεί πέρα από την τέχνη και κατά συνέπεια να είναι ξένη προς αυτή» (σ. 23). Παρακάτω, κάποιες από τις νεότερες θεωρίες, όπως αυτή της Gestalt, συνδέονται από το συγγραφέα με τη γνωσιακή χειραφέτηση του αισθητικού, την οποία προήγαγε στα μέσα του 18
ου αιώνα ο Baumgarten. Ο Ντάλχαους, ωστόσο, θέτει υπό αμφισβήτηση την ιδέα της προ-εννοιακής πληρότητας της αισθητηριακής αντίληψης. Η κλασικιστική αισθητική της καλαισθησίας ή του γούστου, τέλος, εξετάζεται στις κοινωνιολογικές της προϋποθέσεις και στο πλαίσιο του ευρύτερου αιτήματος της εποχής του Διαφωτισμού για σύγκλιση ιδιωτικού και δημοσίου.
Η ιδέα του μουσικού έργου ως «opus
perfectum et absolutum», όπως πρωτοδιατυπώθηκε από τον κάντορα Nicolaus Listenius τον 16
ο αιώνα, δεν υπήρξε πάντοτε, σύμφωνα με τον Ντάλχαους, αυτονόητη. Η χρονική φύση της μουσικής αντιστέκεται σθεναρά στην αντίληψη για το έργο τέχνης ως σταθερό, κλειστό στον εαυτό του πράγμα προς ενατένιση. Η παραδοσιακή αισθητική δύσκολα απέβαλε την άποψη ότι αυτή ακριβώς η χρονική φύση της μουσικής είναι, από αισθητική άποψη, ελάττωμά της. Για τη συγκρότηση της εννοίας του μουσικού έργου τέχνης έπρεπε να διεκδικηθεί η απόρριψη του λειτουργικού χαρακτήρα της μουσικής, δηλαδή η αυτονομία της. Αυτό βέβαια αφορά την τέχνη στο σύνολό της, όχι μόνο τη μουσική: «Το έργο τέχνης χάνει τη λειτουργία του. Διότι στο βαθμό που αποτελεί ένα όλο καθεαυτό, δεν μπορεί να είναι μέρος ενός περιεκτικότερου όλου, στο οποίο υποτάσσεται επιτελώντας υπηρετικό ρόλο» (σ. 39). Η αυτονομία του μουσικού έργου τέχνης δεν σημαίνει ωστόσο για τον Ντάλχαους ριζική ρήξη με την παράδοση της λειτουργικής μουσικής, αλλά μετατροπή των τύπων της σε χαρακτήρες: βαλς, μαζούρκες και πολωνέζες εξακολουθούν να γράφονται, ακόμα κι αν έχουν χάσει την αρχική τους λειτουργία. Το κοινωνικό μετατοπίζεται στο εσωτερικό του έργου, «ιζηματοποιείται» εκεί.
Δύσκολα μπορεί κανείς να βάλει τάξη στις συγχύσεις που έχει προκαλέσει η αισθητική του
συναισθήματος στη μουσική. Με βάση τις τρεις λειτουργίες των προτάσεων που διακρίνει ο Κarl Bühler στην περιοχή της θεωρίας της γλώσσας, την «πρόκληση», την «περιγραφή» και τη «γνωστοποίηση», ο Ντάλχαους επιχειρεί μια σκιαγράφηση των μεταβολών της αισθητικής του συναισθήματος, από την προ του κλασικισμού θεωρία για τη μουσική ως παράγοντα πρόκλησης συναισθημάτων στη θεωρία για τη μουσική ως έκφραση / γνωστοποίηση του ατομικού εσωτερικού κόσμου του εκάστοτε δημιουργού, όπως κυριάρχησε στην τάση της «θύελλας και ορμής» και στο μουσικό ρομαντισμό. Στο ενδιάμεσο τοποθετείται η «αντικειμενική», με διυποκειμενική ισχύ, μουσική περιγραφή των παθών, όπως εκφράστηκε κυρίως στη μουσικοϊστορική περίοδο του μπαρόκ, ανταποκρινόμενη ουσιαστικά στις αρχές της αισθητικής της μίμησης. Ορθά ο Ντάλχαους παρατηρεί ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί να γίνει αυστηρός διαχωρισμός της αντικειμενικής από την υποκειμενική στιγμή, των προκληθέντων συναισθημάτων από τη μουσική που τα προκάλεσε, των περιγραφόμενων παθών από την ιδιοσυγκρασία του επιμέρους δημιουργού που τα αναπαράγει καλλιτεχνικά, τέλος, της έκφρασης από τη σύμβαση, του ειδικού από το γενικό, τα οποία «διασταυρώνονται αντιφατικά» (σ. 59).
Η δεδομένη σήμερα αυτάρκεια της οργανικής μουσικής δεν ήταν πάντοτε δεδομένη. Ο περιεχομενικά αφηρημένος της χαρακτήρας αποτελούσε για το 18
ο αιώνα εμπόδιο για την ένταξή της σε ένα σύστημα των τεχνών που θεμελιωνόταν πρωτίστως στην «ωραία μίμηση της φύσης». Προκειμένου να χειραφετηθεί έπρεπε να πραγματοποιηθεί μια ουσιαστική αξιολογική μετατόπιση: το αφηρημένο έπρεπε να ταιριάξει με το υπέροχο, με το «ποιητικό», με αυτό που υπερβαίνει την απλή φύση και την πεζή καθημερινότητα. Ό,τι ήταν μειονέκτημα, έγινε προτέρημα. Η μουσική πλέον δεν υποχρεώνεται ούτε να παριστάνει, ούτε να μιμείται. Το άρρητο και απροσδιόριστο των συναισθημάτων που εγείρει η μουσική γίνεται για πρώτη φορά κριτήριο της αξίας της. Ωστόσο, αισθητικές τάσεις του 19
ου αιώνα, όπως η εγελιανή, αποδέχθηκαν σκεπτικά τα παραπάνω, καθώς λίγο συμβάδιζαν με το νέο προορισμό της τέχνης ως μέσου αυτοκατανόησης του πολιτισμού. Η ιδέα μιας «απόλυτης» μουσικής έπρεπε να περιμένει αρκετές δεκαετίες πριν εδραιωθεί στη συνείδηση του ευρέως ακροατηρίου.
Προβλήματα που θέτει η αισθητική του Καντ εξετάζει ο Ντάλχαους στο κεφάλαιο «Καλλιτεχνική κρίση και καλαισθητική κρίση», υποστηρίζοντας τη συζητήσιμη άποψη ότι η μουσική αισθητική του αναπαράγει στην πραγματικότητα τη διαμάχη του μουσικού κλασικισμού «με το ροκοκό και τη συναισθηματοκρατία». Η παρακάτω διατύπωση είναι χαρακτηριστική της τάσης που πρεσβεύει ο Ντάλχαους: «Οι αφηρημένες απαγωγές, χωρίς να είχε ο Καντ συναίσθηση αυτού του πράγματος, είναι “ιδεολογικές”. Οι
κανονιστικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι υποτίθεται ότι ισχύουν γενικά και με κάθε τρόπο, έχουν ιστορικά κίνητρα» (σ. 76).
Στα παρακάτω κεφάλαια εξετάζονται κλασικά προβλήματα της ρομαντικής μουσικής αισθητικής. Ένα από αυτά είναι η διαλεκτική μουσικής
ιδιοφυΐας και τεχνικής, εμπνευσμένης έκστασης και συνθετικής νηφαλιότητας. Ο ρομαντικός δημιουργός διχάζεται μεταξύ των ακραίων συναισθημάτων του ερασιτέχνη και της ήρεμης σκέψης του τεχνίτη-γνώστη. Ορισμένες φορές οι αξίες αυτές βρίσκονται σε μια αντιπαράθεση που οδηγεί στην απόγνωση. Μια δεύτερη προβληματική της ρομαντικής μουσικής αισθητικής που εξετάζει ο Ντάλχαους αφορά τις εσωτερικές αντιφάσεις της μεταφυσικής της μουσικής του Schopenhauer: την αντίφαση μεταξύ απροσδιοριστίας και προσδιορισιμότητας των Ιδεών που εκφράζει η μουσική, όπως και την αντίφαση μεταξύ μουσικής διέγερσης της Βούλησης και του σοπενχαουερικού αιτήματος αισθητικής υπέρβασής της. Για περισσότερα παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο
σχετικό άρθρο μας του τεύχους 12-13 της
Μουσικολογίας.
Τα κεφάλαια για τον Hegel και για το μουσικό φορμαλισμό κινούνται στο πλαίσιο του προβλήματος της σχέσης μορφής-περιεχομένου στη μουσική. Για τον Hegel η ταυτότητα μορφής-περιεχομένου στη μουσική οδηγεί στην πολιτισμική απομόνωσή της: όσο περισσότερο η μουσική έρχεται στον εαυτό της, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από το «αληθινό ενδιαφέρον για την τέχνη», που είναι η αυτοαναγνώριση του πολιτισμικού πνεύματος στην υλικότητα των έργων τέχνης. Το πρόβλημα, από την άλλη, που ο Ντάλχαους εντοπίζει στη μουσική αισθητική του Hanslick είναι ότι ο ισχυρισμός του για την ταυτότητα μορφής-περιεχομένου στη μουσική, όσο κι αν προωθεί την αυτονομία της μουσικής, «τείνει στη διάλυση της Αισθητικής μέσα στην ιστορία» (σ. 119). Η μουσική αποσπάται από τις πολιτισμικές αξίες και οδηγείται σε μια διαρκή εξέλιξη των μορφών της χωρίς προκαθορισμένες και δεσμευτικές αισθητικές αρχές.
Το πρόβλημα του προγράμματος στη μουσική απασχόλησε τη μουσική δημιουργία σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19
ου αιώνα. Ο Ντάλχαους θεωρεί ότι οι υποστηρικτές του (κυρίως οι «νεογερμανοί» και ο Λιστ) αποσκοπούσαν πρωτίστως «στη διαμεσολάβηση ανάμεσα στη μουσική και σε μια εκπαιδευτική παράδοση, η οποία ήταν πρωταρχικά λογοτεχνικοφιλοσοφική» (σ. 132). Το μέλημά τους ήταν ακριβώς η αποκατάσταση μιας σχέσης μεταξύ μουσικού δημιουργού και πολιτισμικά διαμορφωμένου ακροατηρίου.
Το κεφάλαιο για τη βαγκνερική μεταρρύθμιση της όπερας είναι εξαιρετικό. Ο Ντάλχαους έχει εύστοχα εντοπίσει τα ιδεολογικά προβλήματα που συνδέονται με την προσπάθεια ανασύστασης του αρχαίου δράματος στο νέο πλαίσιο αλληλοαπομάκρυνσης των τεχνών. Έμμεσα υποστηρίζει την άποψη του Adorno ότι η σύγκλιση των τεχνών πλέον δεν προϋποθέτει την «ψευδομόρφωση» της μίας προς την άλλη, αλλά τη διατήρηση της μεταξύ τους αυτονομίας, ακόμα και όταν συνέρχονται στο είδος της όπερας. Έτσι, η κάθε τέχνη μπορεί να δρα κριτικά απέναντι στην άλλη, με τρόπο που, σύμφωνα με τον Ντάλχαους, προσεγγίζει την ιδέα του μουσικού θεάτρου ενός Brecht.
Ένα από τα αιτήματα που διατύπωσε η μουσικολογική σκέψη κατά το 19
ο αιώνα είναι η αυστηρή διάκριση μεταξύ ιστορικής και αισθητικής κρίσης για το μουσικό έργο, μεταξύ ιστορικής γνώσης και αισθητικής απόλαυσης. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, όχι μόνο δεν μπορεί η μία να θεμελιωθεί στην άλλη, αλλά η μία αποκλείει την άλλη. Ο Ντάλχαους καταδεικνύει ότι στην αισθητική κρίση δεν μπορεί κανείς να κάνει αφαίρεση από την ιστορική γνώση, αντιθέτως, η τελευταία ισχυροποιεί την πρώτη, εξασφαλίζοντας συνάμα τη μεγαλύτερη δυνατή ορθότητά της, χωρίς φυσικά να τη θεμελιώνει.
Ο Ντάλχαους αφιερώνει ένα αρκετά εκτενές κεφάλαιο στη φαινομενολογία της μουσικής. Στο πρώτο υποκεφάλαιο εξετάζεται η σχέση της μουσικής με το χρόνο, ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της μουσικής αισθητικής, στο πλαίσιο της μπεργκσονικής διάκρισης μεταξύ temps espace και temps durée, μεταξύ νοητά αφηρημένου χρόνου, «χωροποιημένου» χρόνου και βιωμένου χρόνου. Ο Ντάλχαους υποστηρίζει ότι κατά τη μουσική ακρόαση οι δύο αυτές καταστάσεις του χρόνου αλληλοπροϋποτίθενται και αλληλοκαθορίζονται: η μουσική μορφή είναι μια ζωντανή διαλεκτική τους. Το επόμενο υποκεφάλαιο εξετάζει το πρόβλημα: «η μουσική είναι αντικειμενική και όμως δεν είναι», ουσιαστικά δηλαδή τις προϋποθέσεις συγκρότησης του μουσικού έργου σε αντιδιαστολή με τη μουσική που δεν βασίζεται σε αυτό. Στο τρίτο υποκεφάλαιο ο Ντάλχαους διαφοροποιεί κριτικά τη θέση του από τους υποστηρικτές της «μουσικής κίνησης»: η άποψη ότι η μουσική προκύπτει ως αποτέλεσμα της κίνησης επιμέρους φθόγγων είναι
αμφισβητήσιμη, καθώς προϋποθέτει ένα
σταθερό «υπόστρωμα» της κίνησης, που στην περίπτωση της μουσικής δεν μπορεί παρά να είναι απλά νοητό. Στο τελευταίο υποκεφάλαιο ο Ντάλχαους επιχειρεί μια διαμεσολάβηση των αντίπαλων απόψεων του Ν. Hartmann και του R. Ingarden περί πολυστρωματικότητας ή μη του μουσικού έργου, προς την κατεύθυνση της μετατόπισης της ιδέας της πολυστρωματικότητας στο εσωτερικό του έργου (διαφοροποίηση παραμέτρων εκτέλεσης κ.ο.κ.).
Ο Ντάλχαους ολοκληρώνει την πραγματεία του για την αισθητική της μουσικής με μια αναφορά στο ζήτημα του σχετικισμού των αισθητικών και αξιολογικών κρίσεων για τη μουσική. Σύμφωνα με την άποψή του, η διαπίστωση της αντιφατικής διαφοροποίησης των κρίσεων δεν μπορεί να θεμελιώσει τη σκεπτικιστική απόρριψη της μουσικής κριτικής προς την κατεύθυνση της βύθισης στην κατάσταση μιας άνευ όρων απόλαυσης. Αντιθέτως, οι διαφοροποιήσεις αυτές πρέπει να ιδωθούν ως αλληλοσυμπληρούμενες στιγμές κατανόησης του μουσικού έργου μέσα στις ιστορικές μεταβολές της πρόσληψής του. Έτσι, ο Ντάλχαους οδηγείται στο μοντέλο μιας διαλεκτικής αντίληψης για την πρόσληψη, αλλά και για τα κριτήρια των αξιολογικών κρίσεων αναφορικά με τα μουσικά έργα: ορθά κρίνεται ανεπαρκής η αξιολόγηση του επιμέρους μουσικού έργου από τις ατομικές του και μόνο προϋποθέσεις, δεδομένου ότι έτσι απεμπολείται ο, συστατικός για την κατανόησή του, ιστορικός του χαρακτήρας.
| © Περιοδικό «Μουσικολογία» |