Η πολυειδής πληροφόρηση διανέμεται σε έξι κεφάλαια, που διαπραγματεύονται: 1) την επιλογή του θέματος και την οργάνωση της έρευνας, 2) τις πηγές του ιστορικού μουσικολόγου, 3) τους χώρους με ερευνητικό υλικό, 4) την κριτική των πηγών και των εργαλείων έρευνας, και 5) την επιλογή των ιστορικών στοιχείων για την τελική σύνθεση του έργου και προβλήματα δεοντολογίας. Στο 6
κεφάλαιο δίδεται μια πλούσια
βιβλιογραφία.
Οι διάσπαρτες και στα πέντε κεφάλαια παρατηρήσεις του
Απόστολου
Κώστιου για τις δυσκολίες του Έλληνα ερευνητή συνθέτουν μία αυθεντική περιγραφή της ελληνικής πραγματικότητας. Η αυθεντικότητα οφείλεται σε όσα αντιμετώπισε ο ίδιος στη διάρκεια της πολύχρονής του δραστηριότητας στη μουσικολογία. Ο
Απόστολος Κώστιος, καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, έγραψε το
Δημήτρης Μητρόπουλος (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985), που είναι η πρώτη και μοναδική προς το παρόν βιογραφία Έλληνα μουσικού βασισμένη σε εξαντλητική έρευνα· ακολούθησε η έκδοση ειδικότερων μελετών για τον Μητρόπουλο, από τις οποίες η
Δημήτρης Μητρόπουλος. Κατάλογος Έργων (Ορχήστρα των Χρωμάτων, Αθήνα 1996), είναι ο πρώτος και μοναδικός προς το παρόν θεματικός κατάλογος έργων Έλληνα συνθέτη. Επίσης, ως Γενικός Γραμματέας του National Music Council οf Greece της UNESCO από το 1985 (και Πρόεδρός του από το 1997), και μέλος-εκπρόσωπος για τον τομέα «μουσική» στην Ελληνική Εθνική Επιτροπή για την UNESCO, ο
Απόστολος Κώστιος έχει πολύ συχνά βρεθεί στην αδυναμία να ανταποκριθεί στην επιθυμία οργανισμών του εξωτερικού να εκτελέσουν ελληνική μουσική (ή έχει μόνος φωτοτυπήσει, συρράψει και στείλει παρτιτούρες)…
Επίμονος και μαχητικός, ο
Απόστολος Κώστιος πρωτοστάτησε, μετά από πολύχρονη και πολύμοχθη προετοιμασία, στην ίδρυση το 1995 του «Συλλόγου των Φίλων της Ελληνικής Μουσικής Βιβλιοθήκης, του Μουσείου και Αρχείου της
Έντεχνης Ελληνικής Μουσικής», με βασικό σκοπό την επιδίωξη της ίδρυσης Εθνικής Μουσικής Βιβλιοθήκης,
ενός ιδρύματος όπου θα φυλάσσονταν πρωτότυπα ή/και αντίγραφα όλων των μουσικών αρχείων της χώρας.
Με το ανεπιθύμητο προνόμιο της βιωμένης γνώσης της ελληνικής πραγματικότητας, ο συγγραφέας αναγνωρίζει την έλλειψη υπόληψης για τη μουσικολογική έρευνα στις προκηρύξεις ήδη των ερευνητικών έργων, οι όροι των οποίων περιλαμβάνουν σε παρένθεση μόνον τα θέματα πολιτισμού και είναι έτσι διατυπωμένοι ώστε η νεότερη έντεχνη μουσική να μην ευνοείται – στην καλύτερη περίπτωση – ή να μην εντάσσεται στην προκήρυξη, ως μη παραγωγική και μη απαιτούσα «έρευνα» αλλά «μελέτη».
Στην περίπτωση που το αρχικό αυτό εμπόδιο ξεπεραστεί, ο ερευνητής έρχεται αντιμέτωπος με προκαταλήψεις που
θέτουν σε κίνδυνο την ελεύθερη βούλησή του, όπως και την επιστημονική τιμιότητά του. Οι προκαταλήψεις των αξιολογούντων την έρευνα (στην ουσία, οι πεπαλαιωμένες τους γνώσεις) περί του τι είναι σοβαρό, τι είναι ωφέλιμο, τι είναι συμφέρον να διερευνηθεί, ορθώνουν εμπόδια όχι μόνον στην επιλογή του θέματος, αλλά και στην πορεία της έρευνας, τα ευρήματα της οποίας, ενώ δεν μπορεί εκ των προτέρων να είναι γνωστά σε έναν τίμιο ερευνητή, «πρέπει» να μη δυσαρεστούν τον χορηγό και να μην προσκρούουν στα κίνητρα της επιχορήγησης – πολιτικά, μικροπολιτικά, προπαγανδιστικά, διαφημιστικά και ό,τι άλλο.
Περιορισμό στην επιλογή του θέματος θέτει όμως και η έλλειψη υποδομής. Για την επιλογή ενός ερευνητικού αντικειμένου καθοριστικό κριτήριο, λέει εξ οδυνηρής πείρας ο
Απόστολος Κώστιος, είναι η γνώση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο κύριος όγκος των πηγών. «Η προϋπόθεση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όταν το ερευνητικό πεδίο ευρίσκεται στον ελληνικό χώρο».
Ο
Απόστολος Κώστιος παρουσιάζει γλαφυρότατα την παράλογη κατάσταση των εν Ελλάδι πηγών, το διασκορπισμό τους σε αναρίθμητα αρχεία δημόσια ή ιδιωτικά (τα οποία δεν είναι και πάντα γνωστά στους ειδικούς), τα περισσότερα των οποίων είναι τελείως ανοργάνωτα και «προστατεύονται» από τους ερευνητές ως από κακόβουλους εκμεταλλευτές. Η Ελλάδα, εξηγεί, είναι η μόνη χώρα ολόκληρου μάλλον του πολιτισμένου κόσμου που δεν διαθέτει μουσική βιβλιοθήκη. Τα αρχαιότερα μουσικά ιδρύματά της διαθέτουν μεγάλο αριθμό βιβλίων και αρχειακών πηγών που σε καμία σχεδόν περίπτωση δεν έχουν καταγραφεί και οργανωθεί συστηματικά, και σε πολλές περιπτώσεις βρίσκονται σε «χώρους» χωρίς πρόσβαση ή/και χωρίς… χώρο.
Το ερευνητικό υλικό, λέει σε μία από τις «οργισμένες» σελίδες του έργου του ο
Απόστολος Κώστιος, διαμελίζεται στις μη ειδικές, κρατικές βιβλιοθήκες και σε ιδιωτικές διαφόρων μεγεθών ανά τη χώρα, των οποίων η ύπαρξη και πολύ περισσότερο το περιεχόμενο μόνο τυχαία μπορεί κανείς να γνωρίζει.
Μιλά για το διαδεδομένο «σύμπτωμα της περίφραξης ενός ερευνητικού πεδίου», σύμπτωμα που μπορεί να στηρίζεται στη φιλοδοξία του κατόχου ενός αρχείου ή στην επιθυμία του να το εκμεταλλευτεί οικονομικά: «Τα κατάλοιπα συνθετών, εκτελεστών, μουσικολόγων και γενικά ανθρώπων που έδρασαν στο χώρο της μουσικής αποθησαυρίζονται από Έλληνες συλλέκτες-ιδιώτες (που συχνά κατέχονται από τα σύνδρομα του φετιχισμού ή της μανίας επιδεικτικότητας στις κοσμικές τους συναναστροφές […]), ή αγοράζονται από συλλέκτες ή ιδρύματα του εξωτερικού, ή συλλέγονται για να καταλήξουν ενίοτε στους χώρους συγκέντρωσης των απορριμμάτων». Έτσι, καταλήγει, ελάχιστος αριθμός των συλλογών της χώρας έχει ληφθεί υπόψη στη μουσική ιστοριογραφία, ενώ η έρευνα που θα τολμηθεί να διεκπεραιωθεί υπό τις συνθήκες αυτές, αν ολοκληρωθεί, θα καθυστερήσει δυσανάλογα σε σύγκριση με μία αντίστοιχη έρευνα του εξωτερικού και πιθανότατα θα διώξει από τη χώρα τον ερευνητή.
Πέρα όμως από τις ελληνικές ιδιομορφίες, τις σχετικές με τη μουσικολογική έρευνα, το βιβλίο του
Απόστολου
Κώστιου διαπραγματεύεται τη διεθνή παραδοσιακή όσο και τη νέα μουσικολογία.
Ο συγγραφέας συνοψίζει τα σύνθετα προβλήματα της ιστοριογραφίας, προβάλλοντας με τόση σαφήνεια και με τόσο παραστατικά παραδείγματα τον πλούτο και τη συνθετότητα των προβλημάτων αυτών, ώστε αφενός η αναγκαιότητα της σύνοψης αποδεικνύεται και αφετέρου αυτή καθεαυτή προκαλεί θαυμασμό για την οικονομική διατύπωση.
Μιλά για την ανάγκη συνεχούς συγγραφής και επανερμηνείας της ιστορίας, για τα προβλήματα «κατασκευής» προσωπικοτήτων στην ιστορία και τη συναφή υποχρέωση του ιστορικού να μην ξεκινά την έρευνά του προκατειλημμένος ή να έχει το θάρρος να αναιρεί τις προκαταλήψεις του στην πορεία της έρευνάς του.
Μιλά για τη λεπτή ισορροπία που πρέπει να
βρει ο ερευνητής ανάμεσα στην ευρεία θεώρηση του θέματός του και στον απαιτούμενο χρόνο διεξαγωγής της έρευνάς του.
Μιλά για τις ευαίσθητες εσωτερικές διαμάχες «ανάμεσα στην δυσπιστία και την ευπιστία, το πάθος για την αποκάλυψη της αλήθειας και την εχεμύθεια, την φιλοδοξία για την ανεύρεση της “μοναδικής λύσης” και την ανάγκη […] της συνύπαρξης».
Μιλά φυσικά για τις κάθε είδους πηγές (και τα ιδρύματα που τις στεγάζουν), αναφέροντας πολλές που δεν είναι της άμεσης γνώσης των Ελλήνων ερευνητών και ελάχιστα τις συμβουλεύονται. Παράδειγμα, οι «θησαυροί» της [αρχαίας] ελληνικής μουσικής ορολογίας. Αν και ενδεικτική, η παράθεση των τίτλων έργων που περιέχουν μεταφράσεις ελληνικών όρων σε δυτικές γλώσσες είναι μια σημαντική προσφορά.
Μία εξίσου ελάχιστα χρησιμοποιούμενη πηγή είναι τα ελληνικά λεξικά νεολογισμών, τα οποία μπορούν να αποκαλύψουν το χρόνο εισαγωγής δυτικών κυρίως όρων. Ο
Απόστολος Κώστιος τονίζει το πρόβλημα της μεγάλης εισροής δυτικών όρων κατά τους δύο τελευταίους αιώνες και προτείνει ως ιδιαίτερα σημαντικό για τη μουσικολογία το έργο του Στέφανου Κουμανούδη
Συναγωγή λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, 2 τόμοι (Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήνα 1900).
Γραμμένο κυρίως για τους νέους και τους μελλοντικούς Έλληνες μουσικολόγους, το βιβλίο αυτό καταλέγει ως ισόνομες τις νέες πηγές έρευνας, όπως το
διαδίκτυο, τις στατιστικές μελέτες κ.ά.
Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα – του οποίου τα αίτια αναπτύσσει ο
Απόστολος Κώστιος – είναι η διαφορά που χωρίς άλλο υπάρχει μεταξύ της δομής στην οργάνωση των πηγών (π.χ. της βιβλιοθηκονομίας) και της δομής στην οργάνωση της επιστήμης ή ενός συγκεκριμένου
προγράμματος του
ερευνητή, και τα επιπόλαια συμπεράσματα στα οποία μπορεί η διαφορά αυτή να οδηγήσει.
Εξετάζει όλα τα υπέρ και τα κατά της ομαδικής και της ατομικής έρευνας, πιστεύοντας πως ούτως ή άλλως η σύγχρονη μουσικολογία απαιτεί διεπιστημονική συνεργασία. Μπορεί μάλιστα να ειπωθεί πως το υπό περιγραφή έργο είναι μία διεπιστημονική εφαρμογή. Γιατί στις πηγές τις οποίες συμβουλεύτηκε ο συγγραφέας και στις οποίες παραπέμπει περιλαμβάνονται έργα της επιστήμης της βιβλιοθηκονομίας, της στατιστικής, της γλωσσολογίας, και φυσικά των ήδη αναγνωρισμένων ως «αδελφών» της μουσικολογίας επιστημών, όπως της ιστορίας, της αισθητικής, της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας κ.λπ.
Ανάλογα διεπιστημονική και πλούσια είναι και η
βιβλιογραφία (καθαρά τυπικό μειονέκτημά της είναι η καταγραφή των ονομάτων των συγγραφέων με το μικρό τους όνομα πριν το επώνυμο, γιατί συσκοτίζει την αλφαβητική τάξη).
Για να προλάβει προφανώς τη διαιώνιση του φαινομένου των δύσβατων ιδιωτικών αρχείων, ο
Απόστολος Κώστιος πραγματοποιεί στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου διδάσκει από το 1992, σεμινάριο με θέμα τη «Βιογράφηση ζώντων Ελλήνων συνθετών», στα πλαίσια του οποίου έχουν συλλεγεί αντίγραφα ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης νεοελληνικής έντεχνης μουσικής. Από το σεμινάριο αυτό
π
ροέκυψε η χρησιμότητα στη μουσικολογική έρευνα μεθόδων που θεωρούνται ίδιες της εθνομουσικολογίας.
Έχοντας ήδη προετοιμάσει τον αναγνώστη για την υιοθέτηση κοινών πλέον μεθόδων στη μουσικολογία, την εθνομουσικολογία κ.α., ο συγγραφέας προτείνει λοιπόν ως σημαντική πηγή του ιστορικού μουσικολόγου τις μέσω του προφορικού λόγου μαρτυρίες.
Από την καθιέρωση της μουσικολογίας ως ανεξάρτητης επιστήμης – το 1863 – και τη διάκρισή της από την εθνομουσικολογία – λίγο αργότερα – ο προφορικός λόγος θεωρήθηκε μη επιστημονική πηγή, προσήκουσα στη δεύτερη μόνον, και οι παλαιότεροι ιστορικοί της μουσικής, όπως ο Charles Burney (1726-1814), ο Johann Forkel (1749-1818) κ.ά., που βασίστηκαν σε συνεντεύξεις για την καταγραφή του έργου τους, αντιμετωπίστηκαν ως εμπειρικοί για την πρωτοβουλία τους αυτή.
Την επανεκτίμηση της σημασίας του προφορικού λόγου στη μουσικολογική έρευνα στηρίζει ο
Απόστολος Κώστιος,
προτείνοντας ερωτηματολόγια προς άντληση
ενός ευρέως φάσματος πληροφοριών, τα οποία έχουν διαμορφωθεί από την πολυετή πείρα του προαναφερθέντος σεμιναρίου και των οποίων η πληρότητα είναι θαυμαστή.
Το βιβλίο του
Απόστολου
Κώστιου είναι πολύ περισσότερα από όσα μπορεί να φέρνει στο νου ο τίτλος του. Πέρα από κάθε αμφιβολία, το βιβλίο αυτό δεν είναι οδηγός, δεν υποδεικνύει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει ο ερευνητής. Αντίθετα, δείχνει το πλέγμα των οδών που δύναται κανείς να ακολουθήσει, πληροφορεί για τα πλεονεκτήματα καθεμιάς, τους περιορισμούς, τα εμπόδια, τους κινδύνους, τις δυνατές εξαπατήσεις ή αυταπάτες που μπορεί να προκαλέσει η διάβασή των.
Επίτευγμα και προσφορά είναι ακριβώς το ξεμπέρδεμα του «κουβαριού» των σημερινών ροπών, τάσεων και παραδόσεων της μουσικολογίας σε ένα πλέγμα σαφές και καθαρό.
Επίτευγμα και προσφορά είναι επίσης οι πληροφορίες που δίδονται για τα ελληνικά ιδίως ζητήματα της μουσικολογικής έρευνας, εξαγόμενες από τις πολυετείς δικές του προσπάθειες στον τομέα αυτό, προσπάθειες ενός αγνού, μαχητικού και αισιόδοξου σκαπανέα.
| © Περιοδικό «Μουσικολογία» |