Σύμφωνα με τη θεωρία των τρόπων του γρηγοριανού μέλους, όλες οι μελωδίες κατατάσσονται στους οκτώ τρόπους ή τόνους του γρηγοριανού συστήματος. Οι λατινικοί τρόποι διακρίνονται σε κυρίους ή αυθεντικούς και σε πλαγίους, βάσει μιας διαστηματικής διαφοράς καθώς και του εκάστοτε κυρίου φθόγγου (tenor). Παρ’ όλα αυτά, το τροπικό σύστημα και το ρεπερτόριο του μεσαιωνικού λατινικού λειτουργικού μέλους δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως η φυσική απεικόνιση μιας ενυπάρχουσας αναλογίας ανάμεσα στην φυσική μελωδική τροπικότητα του μέλους και στο κλειστό, συμμετρικό σύστημα των οκτώ τρόπων. Το γρηγοριανό μέλος συνιστά μάλλον αποτέλεσμα μεσαιωνικής ταξινόμησης, προσαρμογής και διακανονισμού. Επωφελήθηκε πλήρως της υφιστάμενης τροπικότητας του ασματικού ρεπερτορίου και έφερε το σύστημα των οκτώ τρόπων σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αρμονία με τις προϋπάρχουσες μελωδίες, τους μελωδικούς τύπους και τις ψαλμωδικές πρακτικές. Στις περισσότερες περιπτώσεις κατέστη με ευκολία εφικτή μια διευθέτηση, αλλά υπήρξαν και αρκετές άλλες περιπτώσεις στο λατινικό λειτουργικό μέλος, όπου ουδέποτε επετεύχθη στην πραγματικότητα μια ικανοποιητική προσαρμογή. Στο παρόν άρθρο έχει εξετασθεί ένας μικρός αριθμός μελωδιών ύμνων, οι οποίες δεν εντάσσονται στο τροπικό σύστημα ή είναι αντιπροσωπευτικές ενός γνήσια αρχαϊκού εξελικτικού σταδίου των τρόπων. Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι η αποτίμηση των μελωδιών αυτών ως δειγμάτων ανωμαλιών στο πλαίσιο του τροπικού συστήματος και η τροπική τους ανάλυση κατά τρόπον ώστε να αναφανεί ένα πιο αρχαϊκό εξελικτικό στάδιο των λατινικών τρόπων.
© Περιοδικό «Μουσικολογία»