Το παρόν Τεύχος 18 της Μουσικολογίας είχε αποφασισθεί να είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο σε θέματα πανεπιστημιακής πολιτικής, να συμπεριλαμβάνει δηλαδή εκτός από τα Πρακτικά της Ημερίδας του περιοδικού που έλαβε χώρα στο Ινστιτούτο Goethe Αθηνών στις 18/3/2003 και άλλα άρθρα, τα οποία να διαπραγματεύονται αποκλειστικά επιστημολογικές και κοινωνιολογικές διαστάσεις της θεσμικής πολιτικής, όμως ο χρόνος και άλλες περιστάσεις δεν επέτρεψαν την συλλογή τόσων κειμένων της ίδιας θεματικής. Σκοπεύει πάντως να προωθήσει τον προβληματισμό αυτόν και στο μέλλον, με την διοργάνωση μιας μεγαλύτερης ημερίδας ή και ενός συνεδρίου σχετικά με θέματα επιστημολογίας της μουσικολογίας.Έτσι, το τεύχος αυτό, εκτός από τα Πρακτικά της Ημερίδας, δεδομένου ότι βρισκόμαστε ακόμα στο «έτος Adorno», συνεχίζει με μικρά αφιερώματα στον θεωρητικό της Σχολής της Φραγκφούρτης, δημοσιεύοντας δύο εμπνευσμένα δοκίμιά του, τα οποία εν τω μεταξύ θεωρούνται κλασσικά: το δοκίμιο για «Το ύστερο ύφος του Beethoven», καθώς και το δοκίμιο «Schubert», το οποίο δημοσίευσε ο συγγραφέας το 1928 με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τον θάνατο του συνθέτη. Στο δοκίμιο αυτό, του οποίου η ορολογία διαπλέκεται με διαστάσεις μιας «φαινομενολογικής» περιγραφής ενίοτε ιδιαίτερα ποιητικού χαρακτήρα, ο Adorno θέτει, κατά την γνώμη μας, τις αρχές της διάκρισης και της ενότητας της ανάλυσης και της ερμηνείας υπό το πρίσμα της ανακατασκευής της έννοιας της ερμηνευτικής του ρομαντισμού του 19ου αιώνα. Οι αρχές αυτές συμπυκνώνονται στο σημείο εκείνο του δοκιμίου που έμεινε περίφημο στην προβληματική για την αντορνική ερμηνευτική: «Το πρόβλημα της ερμηνευτικής […] δεν ερευνήθηκε ως τώρα με την απαιτούμενη οξύτητα, αλλά μόνον εθίγη στην πολεμική εναντίον του ρομαντικού ψυχολογισμού. Η κριτική κάθε μουσικής ερμηνευτικής εξουδετερώνει δίκαια κάθε ερμηνεία της μουσικής ως ποιητικής αναπαραγωγής ψυχικών περιεχομένων. Δεν νομιμοποιείται όμως να εκμηδενίσει την αναφορά στους εύστοχα πετυχημένους αντικειμενικούς χαρακτήρες αλήθειας και να αντικαταστήσει την παρατήρηση της τέχνης που χαρακτηρίζεται από υποκειμενισμό με την πίστη στην τυφλή εμμένειά της. Καμμία τέχνη δεν έχει ως αντικείμενο τον εαυτό της, όμως ό,τι η τέχνη θεώρησε ως συμβολικό της περιεχόμενο δεν εμφανίζεται ως αφηρημένη διάκριση από την συγκεκριμένη του υλοποίηση». Kαι τα δύο παραπάνω δοκίμια μεταδόθηκαν από την Ολυμπία Ψυχοπαίδη-Φράγκου στην σειρά εκπομπών της «Το πάθος και η αξιοπρέπεια της μουσικής κριτικής: κείμενα του Theodor Adorno για την μουσική» στο Γ΄ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας τον χειμώνα του 1984, μεταξύ πολλών άλλων δοκιμίων από τις συλλογές Moments musicaux και Impromptus, καθώς και αποσπασμάτων από την Αισθητική θεωρία και την Φιλοσοφία της νέας μουσικής. Να προαναγγείλουμε επίσης από εδώ την επικείμενη έκδοση της Φιλοσοφίας της νέας μουσικής, σε μετάφραση Τούλας Σιετή και Όλυς Ψυχοπαίδη, στα πλαίσια της φετινής επετείου του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα πολυσυζητημένο βιβλίο, το οποίο έχει μεταφρασθεί σχεδόν σε όλες τις κύριες γλώσσες, αλλά ως τώρα δεν υπήρχε στα Ελληνικά.Στα πλαίσια του αφιερώματος για τον Adorno αντιλαμβανόμαστε και την δημοσίευση στο παρόν τεύχος δύο άρθρων για τον σημαντικό Έλληνα συνθέτη Νίκο Σκαλκώτα, ο οποίος ανήκει στην ίδια γενιά και στην ίδια σχολή συνθετών με τον Adorno. H μουσική του Σκαλκώτα, τον οποίο, όπως αναφέρεται, ο Schönberg θεωρούσε «ως τον πλέον προικισμένο από την νεότερη γενιά της σχολής του», έγινε γνωστή από ορισμένα έργα του αρκετά νωρίς στον Adorno και στους κύκλους της νέας μουσικής, ενώ ερμηνείες έργων του κατά την δεκαετία του ’50 (Donaueschingen, Μόναχο) επανέφεραν στο προσκήνιο το θέμα της τύχης του. Ο Ηλίας Γιαννόπουλος στο άρθρο του «Η Επιστροφή του Οδυσσέα του Νίκου Σκαλκώτα: αναλυτικές προσεγγίσεις στο πρόβλημα του συνδυασμού ενός δωδεκάφθογγου ιδιώματος με μια συμβατική μορφή», επιδιώκοντας να ανιχνεύσει τις στυλιστικές διαστάσεις του έργου αυτού, αναφέρεται σε ζητήματα ορολογίας, ανάλυσης και τεχνικής μέσα από αισθητικές μορφολογικές αρχές της Σχολής του Schönberg, ενώ εντοπίζει την έννοια της παραλλαγής αλλά και άλλες αναπτύξεις του Adorno σχετικά με την ανάλυση της δωδεκάφθογγης τεχνικής ως κεντρικής σημασίας και για το έργο του Σκαλκώτα. Αναφορά στην κλασσική διεθνή έρευνα ως αίτημα για την ανάλυση και ερμηνεία του έργου του Σκαλκώτα επιχειρεί και το κείμενο της Ολυμπίας Ψυχοπαίδη-Φράγκου «Ο Νίκος Σκαλκώτας και η παράδοση της σύγχρονης μουσικής», στο οποίο προβάλλεται κριτικά η ανάγκη μιας συγκριτικής διάστασης της έρευνας, τόσο σε επίπεδο συνθετικών τεχνικών όσο και σε επίπεδο κοινωνιολογικών και θεσμικών συμπεριφορών και αλλαγών για μία τοποθέτηση της σχέσης των αισθητικών ιδεολογιών των εθνικών σχολών και αυτών της σύγχρονης μουσικής. Τα δύο αυτά άρθρα έχουν ως βάση διαλέξεις που έγιναν στην Ημερίδα του Τ.Μ.Σ. του Πανεπιστημίου Αθηνών για την επέτειο των 50 χρόνων από τον θάνατο του Σκαλκώτα.Τα κείμενα της Ημερίδας σχετικά με την πανεπιστημιακή πολιτική των Τμημάτων Μουσικών Σπουδών που δημοσιεύονται εδώ, εκτός από τον εντοπισμό των προβλημάτων του χώρου μας, αναφέρονται στον τρόπο οργάνωσης των σπουδών των μεγαλύτερων χωρών με ακαδημαϊκή παράδοση στο πεδίο μας. Αυτή η συγκριτική διάσταση, που τονίσθηκε στην ημερίδα μας, δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι δεσμευτική για τον ελληνικό χώρο και ότι δεν επιτρέπεται να εκφρασθούν οι ιδιοτυπίες του στον χώρο της ανώτατης παιδείας. Ίσα-ίσα μάλιστα, επισημαίνοντας ως κύρια ιδιοτυπία του χώρου την έλλειψη μακράς ακαδημαϊκής παράδοσης στο πεδίο μας και την εξ αυτού τάση απότομης και βίαιης προσαρμογής σε μοντέλλα της παγκοσμιοποίησης, προβάλλουμε το ερώτημα «τι σημαίνει αληθινός εκσυγχρονισμός» για τον ελληνικό χώρο, ένα χώρο προβληματικού οργανωτικού σχεδιασμού και περιορισμένων μέσων και εξ αυτού ευάλωτο σε τάσεις αποδομητικές. Έτσι, το αίτημά μας είναι η συγκέντρωση όλων των δυνάμεων, όχι μόνον για την υποστήριξη και ενδυνάμωση μη-εμπορευματοποιημένων μοντέλλων που με τόσες προσπάθειες ανέτειλαν στον τόπο μας και κινδυνεύουν να παρεμποδίζονται, αντί να προωθούνται, αλλά και, πράγμα που δεν είναι άσχετο προς το προηγούμενο, για μία όσο το δυνατόν καλύτερη και αποτελεσματικότερη οργάνωση τόσο των επιστημονικών όσο και των καλλιτεχνικών σπουδών και για την διαφύλαξη του ακαδημαϊκού πλαισίου σπουδών στο πεδίο μας.Η εργογραφία του Ζακυνθινού Αλέκου Ξένου, του «συνθέτη της Αντίστασης», φίλου του Άγγελου Σικελιανού και σημαντικού συνδικαλιστικού στελέχους του μουσικού επαγγελματικού χώρου, από τον νέο μουσικολόγο και πιανίστα Διονύση Μπουκουβάλα, αποτελεί μια πρωτότυπη συμβολή στην έρευνα της ελληνικής μουσικής, στην οποία συγκεντρώνονται, εκτός από ήδη δημοσιευμένες – εν πολλοίς από τον ίδιο τον συνθέτη – πηγές, τα στοιχεία της προσωπικής έρευνας του ερευνητή κυρίως στο οικογενειακό αρχείο, αλλά και σε άλλα προσωπικά και δημόσια αρχεία. Η εργογραφία αυτή, που οφείλει, όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο ερευνητής, να συμπληρωθεί με στοιχεία που είναι δυνατόν να ανακαλυφθούν αργότερα (χαμένα έργα, στοιχεία χρονολόγησης κ.ά.), έχει γίνει με συστηματικότητα, αναδεικνύει ένα πλουσιότατο και πολύ ενδιαφέρον έργο και μπορεί να αποτελέσει βάση για μια περαιτέρω έρευνα του έργου και της βιογραφίας (περιλαμβάνονται μια «αυτοβιογραφία» και αρκετά σχόλια από τον ίδιο) του συνθέτη.Όλης της ύλης προτάσσεται ένα μικρό αφιέρωμα στον Γιώργο Αμαργιανάκη (1938-2003), καθηγητή εθνομουσικολογίας και ελληνικής μουσικής και πρώτο πρόεδρο του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο πρόσφατος θάνατος του οποίου γέμισε με θλίψη το Τμήμα, αλλά και όλο τον μουσικολογικό κόσμο.Τέλος, η Μουσικολογία εγκαινιάζει μια στήλη ανακοινώσεων των δραστηριοτήτων της και των σημαντικών γεγονότων του ακαδημαϊκού χώρου του πεδίου της κατά το πρότυπο σημαντικών περιοδικών μουσικολογικών εταιρειών ανά τον κόσμο. Η στήλη αυτή θα τηρείται συστηματικότερα από το επόμενο τεύχος, στο οποίο θα συμπεριληφθεί και κατάλογος των έως τώρα διατριβών Ελλήνων μουσικολόγων καθώς και νέων εκδόσεων.
© Περιοδικό «Μουσικολογία»