Περιλήψεις τεύχους 17 (2003)
Βιβλιοπαρουσίαση

Η αξία της μουσικής σήμερα. Η μουσική μεταξύ ουμανισμού και εμπορευματοποίησης, Εκδόσεις Ορφέως / Νικολαΐδη, Αθήνα 2003 (311 σελ.).
Παρουσίαση: Christoph Flamm

Σημείωση: Η βιβλιοπαρουσίαση αναδημοσιεύεται από το περιοδικό Die Musikforschung 55 (4), Bärenreiter, Kassel 2002, σ. 410-412. 

Μετάφραση: Ιωάννης Φούλιας
Για τα περιεχόμενα και τις περιλήψεις των κειμένων ακολουθείστε αυτήν την παραπομπή.

 

Η αξία της μουσικής σήμερα Η μουσικολογία στην Αθήνα, σε αυτό το επί χιλιετιών παλαιό καταφύγιο του ευρωπαϊκού πνεύματος, έχει ιδρυθεί ως πανεπιστημιακός κλάδος εδώ και μία μόλις δεκαετία. Λίγο μονάχα παλαιότερο είναι το περιοδικό των Ελλήνων μουσικολόγων Μουσικολογία, που ιδρύθηκε το 1985 και εξεδόθη από την Ολυμπία Ψυχοπαίδη-Φράγκου, καθηγήτρια στο Ινστιτούτο [= Πανεπιστήμιο] Αθηνών. Τόσο ο κλάδος όσο και το περιοδικό στην Αθήνα είναι ισχυρά προσανατολισμένα στις γερμανικές παραδόσεις, προ πάντων στη Σχολή της Φραγκφούρτης του Adorno, στην οποία σπούδασε η Ψυχοπαίδη-Φράγκου. Με αφορμή την πεντηκονταετή παρουσία του Ινστιτούτου Goethe Αθηνών – του παλαιότερου και μεγαλύτερου παγκοσμίως – μπόρεσε τώρα να διεξαχθεί για πρώτη φορά (εκτός των παραδοσιακών κεντρικών ζητημάτων της εκκλησιαστικής μουσικής και της εθνολογίας) ένα διεθνές, στην προκειμένη περίπτωση ελληνογερμανικό, μουσικολογικό συνέδριο, το οποίο διοργανώθηκε από την Ολυμπία Ψυχοπαίδη-Φράγκου, τη Μουσικολογία και το Ινστιτούτο Goethe. Υπό εξέταση τέθηκε η «Αξία της μουσικής σήμερα», και μαζί με αυτό το ερώτημα πώς ο κοινωνικός ρόλος και η ανθρωπιστική διάσταση της μουσικής καθορίζονται από τους όρους μιας εμπορευματοποίησης που έρχεται ως αποτέλεσμα της τεχνολογίας και της παγκοσμιοποίησης. Περισσότεροι από 25 συμμετέχοντες από την Ελλάδα και τη Γερμανία (καθώς και ο Γιούρι Σεμένοφ από την Οδησσό) επεχείρησαν υπό τις πλέον διαφορετικές προοπτικές μια προσέγγιση του πεδίου της προβληματικής, ως επί το πλείστον μεμονωμένων συστατικών αυτής.
Αρκετοί εισηγητές ασχολήθηκαν με την (ελάχιστα εις βάθος διερευνηθείσα) «ανθρωπιστική αξία» της μουσικής, όπως οι Ευάγγελος Μουτσόπουλος (Αθήνα), Γιώργος Φιτσιώρης (Αθήνα) και, με ιδιαίτερη έμφαση, ο Κωνσταντίνος Φλώρος (Αμβούργο), ο οποίος, ξεκινώντας από τους κορυφαίους του μοντερνισμού, καταπιάσθηκε με τον «ανθρώπινο προορισμό» της μουσικής και εξόρκισε τον κίνδυνο της απώλειάς του. Μία άλλη επανερχόμενη έποψη υπήρξε η ίδια η έννοια της αξίας: η Αικατερίνη Ρωμανού (Αθήνα), συντάκτρια της πλέον επίκαιρης και μέχρι στιγμής περιεκτικότερης ιστορίας της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής (Ιστορία της Έντεχνης Νεοελληνικής Μουσικής, εκδ. Κουλτούρα, Αθήνα 2000), εξέτασε την έννοια της αξίας στη μουσική ιστοριογραφία· ο Γιώργος Ζερβός (Αθήνα) αναζήτησε ως θεωρητικός και συνθέτης κριτήρια για μια αξιολόγηση της σύγχρονης μουσικής. Ως τρίτο θεματικό σύμπλεγμα σκιαγραφήθηκε η εμπορευματοποίηση: ο Peter Pachl (Βερολίνο) συζήτησε, με αφετηρία τις ιδέες που έλκουν την καταγωγή τους από το Bayreuth, τις «δυνατότητες και εμπειρίες» στους γερμανικούς τόπους εορταστικών εκδηλώσεων· κατά παρόμοιο τρόπο, ο Νίκος Τσούχλος (Αθήνα) έθεσε ως ζήτημα επίκαιρα προβλήματα της χρηματοδότησης εκδηλώσεων και ο Αλέξανδρος Μπαλτζής (Αθήνα) αναφέρθηκε στις επιπτώσεις του εμπορίου στη μουσική ζωή. Τέλος, ο Ludwig Finscher (Wolfenbüttel) εξέτασε την σημασία της έννοιας και του πράγματος «μουσικό έργο τέχνης» – το πάλαι ποτέ «opus abs[olutum] et perfectum» – στη Γερμανία. Ορισμένες εισηγήσεις εξέφρασαν σκεπτικισμό προς τους καθιερωμένους περιορισμούς: ο Günter Mayer (Βερολίνο) έριξε το βλέμμα του στα έσχατα όρια του ιδίου του αισθητικού αντικειμένου και έτσι αντιπαρέβαλε νοητές ακρότητες, δηλαδή κινηματογραφικά αποσπάσματα από το εργαστήριο του Helmut Lachenmann με τις ιαχές των ωρυομένων μαζών σε γήπεδα ποδοσφαίρου· ο ανταποκριτής [Christoph Flamm] έστρεψε την προσοχή του στην επιστημονικώς μη δυνάμενη να διατηρηθεί περιφρόνηση και την εκ των προτέρων καταδίκη της μουσικής που δεν βρισκόταν υπό διωγμό στις ευρωπαϊκές δικτατορίες του 20ού αιώνα. Θεωρητικές-αντιληπτικές εισηγήσεις προσέφεραν η Ολυμπία Ψυχοπαίδη-Φράγκου, με μία θεώρηση της εμπορευματοποίησης και της αισθητικής της μουσικής ως θέμα της Σχολής της Φραγκφούρτης, και ο Μάρκος Τσέτσος, με βασισμένες στη γερμανική φιλοσοφία σκέψεις προς μια θεωρία της αξίας στη μουσική. Δεν θα μπορούσε να παραληφθεί ο Claus-Steffen Mahnkopf, ο οποίος εμφανίσθηκε για ακόμη μια φορά ως enfant terrible και οδήγησε σε μια απαστράπτουσα πολεμική μέσω των στερεοτύπων της ευρισκόμενης εν αγνοία εκπαιδευμένης αστικής τάξης, για την οποία παραμένουν κλειστές οι θύρες μιας καθαγιασμένης αίθουσας της Νέας Μουσικής, τις προτομές της οποίας μόνο ο ίδιος ο Mahnkopf γνωρίζει να αναφέρει. Απολαμβάνει κανείς τη ρητορική λάμψη και φρεσκάδα, μένει ωστόσο αμήχανος ενώπιον τέτοιων απαιτήσεων από την αφ’ εαυτής ικανοποιούμενη κατανόηση της μουσικής.
Φυσικά, στο τέλος δεν μπορούσε να αναμένει κανείς κάποια σύνθεση – με τί άλλωστε θα μπορούσε αυτή να μοιάζει; Ορισμένες εννοιακές ασάφειες καθώς και η γενναιόδωρη ελευθερία κατά την επιλογή του θέματος, που αφέθηκε στη διάθεση των ομιλητών, δυσκόλεψαν επιπροσθέτως μια σύνοψη της ούτως ή άλλως πολυσύνθετης συνολικής εικόνας: με τις αισθητικές και επιστημονικές εντάσεις του σήμερα (και ας προεκταθεί αυτό σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα) ασχολήθηκαν τελικά λίγες μόνο από τις διαλέξεις. Γι’ αυτό στο επίκεντρο βρέθηκε η δυνητική αξία της μουσικής ως πνευματικού μηνύματος – έστω και ως ομολογία πίστεως περισσότερο παρά ως θέση. Πίσω όμως από το μωσαϊκό των μεμονωμένων φωνών γινόταν αντιληπτός ολοένα και σαφέστερα ένας άλλος, σκοτεινός ισοκράτης: ο θρήνος για την απομονωμένη κατάσταση της ελληνικής μουσικής στην Ελλάδα. Είτε πρόκειται για τη φροντίδα τέτοιων μνημειακών μορφών όπως ο Καλομοίρης, είτε για μοντέρνους κλασσικούς όπως ο Σκαλκώτας, είτε για σύγχρονους συνθέτες όπως ο Δραγατάκης – όσο ακόμη οι μουσικές επιδόσεις της Ελλάδος δεν παίζονται και δεν εκδίδονται σε λογικά πλαίσια ούτε και στην ίδια τους τη χώρα, παραμένει σαφώς απαγορευμένη σε αυτές κάθε προσοχή και αναγνώριση, όπως αυτή που έχουν λάβει άλλες ευρωπαϊκές «περιφερειακές χώρες» εδώ και πολύ καιρό. Ακόμη όμως και η μουσικολογία δεν έχει εύκολο δρόμο μπροστά της: η όψη του Αθηναϊκού Ινστιτούτου [= Πανεπιστημίου] και του εξοπλισμού του συνιστά εμπαιγμό μπροστά στο πολυτελές νέο κτήριο όπερας και συναυλιών (το «Μέγαρο Μουσικής Αθηνών»), συμπεριλαμβανομένης της μουσικής βιβλιοθήκης εντός αυτού, με διευθυντή τον Christoph Stroux. Η συνένωση μουσικολογικών τρόπων εργασίας και σκέψης από τη Δύση (προ πάντων από την Γερμανία) και την Ανατολή (ιδίως τη Ρωσία), καθιστούν ωστόσο το αθηναϊκό σεμινάριο [= συνέδριο] μία μοναδική πηγή γνώσης και το Ινστιτούτο [= Πανεπιστήμιο] έναν τόπο που προκαλεί μια sui generis πνευματική δημιουργικότητα. Τα συγκεντρωμένα στα 15 επί του παρόντος τεύχη της Μουσικολογίας αποτελέσματα είναι δυστυχώς ελάχιστα μόνο γνωστά, ενώ οι γνώσεις της ελληνικής γλώσσας ούτως ή άλλως σπάνιες. Εντούτοις: το ότι αυτή η terra incognita θα πλούτιζε τη μουσικολογική μας σφαίρα, το απέδειξαν εντυπωσιακά τόσο το συνέδριο όσο και το μουσικό πρόγραμμα στο πλαίσιο αυτού.

© Περιοδικό «Μουσικολογία»