Προλογικό σημείωμα

Το προλογικό αυτό σημείωμα αφορά τη συνέχιση της έκδοσης ενός περιοδικού, το οποίο ιδρύθηκε το 1985 με την πρωτοβουλία μιας ομάδας μουσικολόγων, μουσικών, συνθετών και ερευνητών της μουσικής. Υπήρξε το πρώτο μουσικολογικό περιοδικό της μεταπολεμικής Ελλάδας και, όπως διαπιστώνουμε σήμερα (μετά την παρέλευση μιας δεκαετίας), εξακολουθεί να παραμένει η μοναδική προσπάθεια έκφρασης επιστημονικού μουσικολογικού λόγου στον τόπο μας. Είναι προφανές ότι, αν επιχειρούσαμε να κάνουμε μια τοποθέτηση της πορείας και των «περιπετειών» του περιοδικού και των συνθηκών που επιβάλλουν τη συνέχισή του σήμερα, θα έπρεπε να αναφερθούμε σε διαστάσεις της κοινωνιολογικής και καλλιτεχνικής εξέλιξης της τελευταίας δεκαετίας, περιόδου ιστορικής σημασίας για τη μουσική ζωή στην Ελλάδα.
Στο διάστημα αυτό, οι εκδόσεις και οι ηχογραφήσεις μουσικής πολλαπλασιάστηκαν σημαντικά, η έρευνα προωθήθηκε, έλληνες και ξένοι μουσικοί και επιστήμονες, απόφοιτοι Ανωτάτων Σχολών του εξωτερικού, εισέρευσαν στον τόπο, διοργανώθηκαν σημαντικά φεστιβάλ, συνέδρια και ημερίδες, έγιναν προσπάθειες μουσικοπαιδαγωγικών μεταρρυθμίσεων, ιδρύθηκε το Μέγαρο Μουσικής, κάτι που φαίνεται να άλλαξε ριζικά την εικόνα της μουσικής ζωής στον τόπο, τέλος, ιδρύθηκαν τα Τμήματα Μουσικών Σπουδών στα πανεπιστήμια. Δεύτερο περιοδικό δεν προέκυψε. Το ίδιο υπέστη, ως αντικείμενο και υποκείμενο των εξελίξεων (επτά μέλη από την ιδρυτική συντακτική του ομάδα έγιναν στο μεταξύ καθηγητές στα πανεπιστήμια), τη δοκιμασία εσωτερικών διεργασιών και προβληματισμών πάνω στο ρόλο και τη λειτουργία του στις σημερινές συνθήκες. Κάποιες στιγμές οι προβληματισμοί και οι αμφιβολίες για το νόημα μιας τέτοιας έκδοσης κόντεψαν να θέσουν σε κίνδυνο τη συνέχισή του, εν όψει μάλιστα των εξωτερικών εμποδίων, όπως είναι η κατανοητή δυσκινησία των εκδοτών, όταν πρόκειται για μη εμπορικές εκδόσεις. Τα ερωτήματα που αντιμετωπίσαμε θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως «σε τι χρησιμεύει ακόμα η μουσικολογία;», σαν παραλλαγή του αντορνικού ερωτήματος για τη φιλοσοφία. Είναι δυνατή η καλλιέργεια αυτής της «πνευματικής επιστήμης» στον τόπο μας στο κατώφλι του 2000; Ποιες είναι οι σύγχρονες διαστάσεις της, ποιες οι ιδιοτυπίες και ποιος ο χαρακτήρας και η αποτελεσματικότητά της στα πεδία της έρευνας, των θεσμών, της παιδείας και του κοινωνικού πλαισίου γενικότερα;
Αν διεθνώς διαπιστώνεται ότι οι μουσικολόγοι που γράφουν είναι πολύ λιγότεροι σε σύγκριση με τους μελετητές των άλλων πνευματικών επιστημών, στον τόπο μας είναι ελάχιστοι. Ωστόσο, έστω και καθυστερημένα, διαπιστώνεται ότι υπάρχει η συνείδηση της σπουδαιότητας μιας τέτοιας επιστήμης και στην Ελλάδα και ότι σταδιακά πληρούνται μερικές από τις πρακτικές προϋποθέσεις ανάπτυξής της.
Πιστεύουμε ότι ιδιαίτερα η ίδρυση Τμημάτων Μουσικών Σπουδών (μόλις αποφοίτησαν οι πρώτοι πτυχιούχοι και του Τμήματος Αθηνών) ήταν, έστω και αργά, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι δημιουργείται πλέον και στην Ελλάδα για πρώτη φορά ένα θεσμικό ακαδημαϊκό πλαίσιο επιστημονικής διεπικοινωνίας που επιτρέπει κάποιον κριτικό έλεγχο και της (συχνά πολύτιμης) αυθόρμητης και ερασιτεχνικής δραστηριοποίησης στο πεδίο αυτό. Η διερεύνηση της σχέσης του πεδίου της μουσικολογίας προς άλλα σύγχρονα πεδία και προς τη μουσική πράξη και ζωή αποτελεί πλέον μια αναγκαιότητα, που έχει συνειδητοποιηθεί εδώ και αρκετό καιρό από τα «παραδοσιακά» ξένα πανεπιστήμια. Προβληματιζόμενοι πάνω στο χαρακτήρα και το ρόλο της Μουσικολογίας σήμερα, συνειδητοποιούμε ότι η αναγκαιότητα διεπικοινωνίας και ανοιχτότητας προς τον διεθνή χώρο είναι μεγαλύτερη από ποτέ και αποτελεί προϋπόθεση για την προώθηση του πεδίου στον τόπο μας. Στις βασικές του κατευθύνσεις ο στόχος του περιοδικού δεν άλλαξε, παρά τη μετατόπιση ορισμένων επί μέρους κέντρων βάρους. Ο καλύτερος τρόπος να το διαπιστώσουμε αυτό είναι να αντιπαραθέσουμε εδώ ορισμένα αποσπάσματα από τον πρόλογο του πρώτου τεύχους της Μουσικολογίας (του 1985) προς τις κατευθύνσεις της στο πλαίσιο των σημερινών συνθηκών. Γράφαμε τότε στον πρόλογο τα εξής:
«Σήμερα, νομίζοντας ότι υπάρχει η ελπίδα, που βασίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα, μιας σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και παιδείας, που δεν θα βασίζεται μόνο στην πρωτοβουλία και το μόχθο μεμονωμένων ατόμων, αλλά στη διαδικασία δημιουργίας πυρήνων-φορέων της μουσικής με σταθερό λειτουργικό ρόλο για τη μουσική ζωή (θεσμοί διάδοσης της μουσικής, ωδεία, ερευνητικά κέντρα, Ανώτατη Εκπαίδευση, καλλιεργημένο κοινό), ξεκινάει την πορεία του το περιοδικό Μουσικολογία από μια ομάδα μουσικολόγων και ερευνητών της μουσικής σε συνεργασία με τις εκδόσεις Οδυσσέας. Με την προσπάθεια αυτή θέλουμε να συμβάλουμε στην καλλιέργεια της μουσικολογικής επιστήμης και να βοηθήσουμε να γίνουν συνειδητές οι σύγχρονες ανάγκες μουσικής παιδείας; καθώς και ο χαρακτήρας του πολιτισμικού πλαισίου της. […] Ο τίτλος Μουσικολογία – μουσική θεωρία και πράξη υποδηλώνει τόσο τον επιστημονικό λόγο για το αντικείμενο, όσο και την προσπάθεια ταύτισης του λόγου αυτού με τη γενική θεώρηση της μουσικής ως φαινομένου και ως πρακτικής πραγματικότητας, της ζωντανής μουσικής ως φαινομένου και της τέχνης της μουσικής. Συνθέτες, καλλιτέχνες, σπουδαστές της μουσικής, καλλιεργημένοι ερασιτέχνες είναι οι φορείς της μουσικής επικοινωνίας και διαμορφώνουν τη σχέση της μουσικής επιστήμης και μουσικής ζωής. Σ αυτούς απευθύνεται ένα τέτοιο περιοδικό, φιλοδοξώντας ταυτοχρόνως να αποτελέσει το όργανο πρόσφορης συζήτησης επιστημόνων, μουσικών και ερευνητών, και να συμβάλει στη δημιουργία ελληνικής μουσικολογικής σκέψης μέσα στα διεθνή πολιτισμικά πλαίσια ανταλλαγής ιδεών. Και στη διερεύνηση της ελληνικής μουσικής δημιουργίας και της ιδιότυπης μικτής πολιτισμικής μας ταυτότητας.
[…] Το περιοδικό επιδιώκει την πλουραλιστική εκπροσώπηση απόψεων, τάσεων και μεθοδολογιών, στη βάση μιας κοινής συζήτησης και του κοινού ενδιαφέροντος για την ανάπτυξη της μουσικής παιδείας και της έρευνας στον τόπο μας. Φιλοδοξεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μουσικές σπουδές επιπέδου ανώτατης εκπαίδευσης, ενισχύοντας έτσι τα υπό ίδρυση μουσικολογικά τμήματα στα πανεπιστήμιά μας».
Η αξίωση του περιοδικού να διαδραματίσει πρωτοποριακό ρόλο σημαίνει ότι τα μέλη του έχουν την πρόθεση να υπερβούν τις συνθήκες και τους εαυτούς τους. Σημαίνει επίσης «τάραγμα των νερών» και παρότρυνση για έρευνα. Τι έφερε εις πέρας η Μουσικολογία στην πρώτη της φάση; Στα τέσσερα πρώτα τεύχη της (που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Οδυσσέας με τη συμπαράσταση κυρίως της Μυρσίνης Ζορμπά) και στα δύο διπλά τεύχη (που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Παρατηρητής του Πέτρου Παπασαραντόπουλου στη Θεσσαλονίκη) δημοσιεύθηκαν περίπου 70 άρθρα από τα οποία:
  1. 25 περίπου από το πεδίο της ελληνικής μουσικής.
  2. 5 εθνομουσικολογικά-μεθοδολογικά.
  3. 15 από το πεδίο της ευρωπαϊκής αισθητικής, της ερμηνείας και της μουσικής θεωρίας.
  4. Περίπου 10 ιστορικοφιλολογικά-ερμηνευτικά.
  5. Τα υπόλοιπα δημοσιεύματα αποτελούσαν άρθρα ιστορικοκοινωνιολογικά, διοίκησης μουσικών θεσμών, μεθοδολογίας, μουσικοπαιδαγωγικών (ιδιαίτερα στο τεύχος 5-6/1987 – αφιερωμένο στη Γαλλία και στην εκπαιδευτική της μεταρρύθμιση) και μεταφράσεις (Adorno, B. Bartók, Κ. Φλώρου, Jean και Brigitte Massin, A. Sychra, κ.ά.).
Το περιοδικό σήμερα προσανατολίζεται κυρίως προς τα πεδία της αισθητικής, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας της μουσικής. Τα πεδία αυτά συμπεριλαμβάνουν και τη θεματική της Μουσικής Θεωρίας και της επιστημολογίας της μουσικολογίας και, με την έννοια αυτή, ως διεπιστημονικά πεδία και τον μεθοδολογικό προβληματισμό των μουσικοϊστορικών κλάδων. Μέσα στα πλαίσια αυτά θα συμπεριλαμβάνονται και τα άρθρα για την αισθητική της ελληνικής έντεχνης μουσικής, η οποία αποτελεί έναν κλάδο της ιστορίας της ευρωπαϊκής μουσικής. Άρθρα εθνομουσικολογίας, μουσικής λαογραφίας, κοινωνικής ανθρωπολογίας και βυζαντινής μουσικής θα συμπεριλαμβάνονται στο βαθμό που προβάλλουν έναν μεθοδολογικό προβληματισμό για τις συγκριτικές διαστάσεις των κλάδων τους. Ο πλουραλιστικός χαρακτήρας του περιοδικού ως προς τις μεθοδολογίες (και τις ιδεολογίες) εξακολουθεί να υπάρχει, παρόλα αυτά είμαστε υποχρεωμένοι να θέσουμε ένα πλαίσιο κριτηρίων επιλογής. Η σύγχρονη μουσικολογία και αισθητική δεν νοείται π.χ. χωρίς τον εθνομουσικολογικό προβληματισμό (ο οποίος άλλωστε έδινε ανέκαθεν αφορμές έρευνας και μεθοδολογικού αναστοχασμού των κριτηρίων στην ευρωπαϊκή μουσικολογική σκέψη). Η εθνομουσικολογία αποτελεί ωστόσο ένα ανεξάρτητο τεράστιο πεδίο έρευνας, που είναι αδύνατον να του δοθεί το βάρος που του αξίζει στο πλαίσιο ενός και μόνον μουσικολογικού περιοδικού, όπως είναι το ανά χείρας περιοδικό.

 

Στο παρόν τεύχος δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε άρθρα της αισθητικής της μουσικής. Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει άρθρα με κοινές μεθοδολογικές κατευθύνσεις και με κοινό παρονομαστή την προσπάθεια να συνδεθούν οι συστηματικές και ιστορικές διαστάσεις της Αισθητικής. Σε μια δεύτερη ενότητα διερευνώνται μεθοδολογικά κριτήρια που αναφέρονται στις συστηματικές διαστάσεις των σύγχρονων αισθητικών θεωριών. Ακολουθούν δύο άρθρα στα οποία επικρατεί η ιστορικοφιλολογική μέθοδος της μουσικολογίας, που επιδιώκει την ανάλυση εννοιών της γενικής θεωρίας του πολιτισμού και της αισθητικής που σχετίζονται με το πρόβλημα του ύφους στη μουσική. Στο τεύχος αυτό καλύπτονται επίσης πεδία που αφορούν την ελληνική έντεχνη μουσική, καθώς και ζητήματα αισθητικής και μουσικής παιδαγωγικής.
Τέλος, στο τεύχος αυτό εγκαινιάζουμε ένα μέρος κριτικής βιβλιοπαρουσίασης. Το θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικό για τον τόπο μας και για την εποχή μας, όπου η πληθώρα ακατάτακτων δημοσιεύσεων για τα ίδια θέματα και σε όλα τα πεδία του μουσικολογικού επιστητού οδηγεί τον αναγνώστη, το σπουδαστή, αλλά ακόμα και τον ειδικό παρεμφερών πεδίων σε δυσκολίες δίκαιας κρίσης των συγγραφικών επιδόσεων, της πρωτοτυπίας, αλλά και της επιμορφωτικής τους λειτουργίας. Στόχο μας αποτελεί η προσπάθεια δημιουργίας ενός πλαισίου προβληματισμού για το επίπεδο της έρευνας στη χώρα μας και διεθνώς, το οποίο επηρεάζει και τις αναζητήσεις και κατευθύνσεις μας, και η δημιουργία ενός πλαισίου βιβλιογραφικής ενημέρωσης στη γλώσσα μας, η οποία ελπίζουμε να επηρεάσει και τη μεταφραστική και εκδοτική πολιτική.
Στις βιβλιοπαρουσιάσεις θα ασχολούμαστε πρωτίστως με αξιόλογα έργα της διεθνούς βιβλιογραφίας, που θέτουν τις βάσεις της μουσικολογικής έρευνας. Για το πεδίο της ελληνικής έντεχνης μουσικής πιστεύουμε ότι θα ήταν εποικοδομητική η προσπάθεια μιας κριτικής σφαιρικής παρουσίασης της έρευνας ως σήμερα, δεδομένου ότι μόλις τώρα δημιουργούνται οι θεσμικές προϋποθέσεις συγγραφικής άμιλλας και επιστημονικής συζήτησης ευρύτερου βεληνεκούς, όπως άλλωστε ισχύει και για άλλα πεδία της νεότευκτης μουσικολογίας. Οι βιβλιοπαρουσιάσεις αυτού του τόμου επιλέχτηκαν ενδεικτικά από πεδία κρίσιμα για τον τόπο μας, και όχι μόνον, όπως είναι το πεδίο της μουσικής θεωρίας και των προβλημάτων διδασκαλίας της, στο οποίο αναφέρεται η παρουσίαση της Αρμονίας, της Αντίστιξης και της Μελωδίας του Diether de la Motte από τον Μ. Τσέτσο, και το πεδίο της Εισαγωγής στην επιστήμη της μουσικολογίας σήμερα, στο οποίο έχουν εκλείψει στο μεταξύ τα σφαιρικά, μεγάλης αξίας, αλλά και μονολιθικής νοοτροπίας συγγράμματα. Νομίζουμε ότι η επιλογή του τιμητικού τόμου για τον L. Finscher, Μελέτες Ιστορίας της Μουσικής, που εκδόθηκε την περασμένη χρονιά, προσφέρει μια απάντηση στο πρόβλημα μιας σύγχρονης Εισαγωγής στην επιστημονική έρευνα, μέσα από το πολυσχιδές της θεματικής του και τον προσανατολισμό σε παραδειγματικές πραγματείες επί μέρους θεμάτων, που σίγουρα θα μας απασχολήσουν και σε επόμενα τεύχη σε λεπτομερέστερες συζητήσεις τους.

© Περιοδικό «Μουσικολογία»