Προλογικό σημείωμα

Στην ύλη του ανά χείρας μεγάλου τεύχους της Μουσικολογίας εκφράζεται η πολυποικιλία των τάσεων του πεδίου στη χώρα μας. Η σταθεροποίηση και επέκταση των μουσικών σπουδών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα επέτρεψε τη ανάδειξη μιας γενιάς νέων μουσικολόγων που εκπροσωπούν όλα σχεδόν τα επιμέρους αντικείμενα, αλλά και τα επιστημολογικά και μεθοδολογικά ρεύματα της σύγχρονης μουσικολογίας. Στο έργο τους διακρίνεται το σφρίγος και η ορμή του νέου επιστήμονα, καθοδηγούμενη από τη γνώση των εξελίξεων στο χώρο της μουσικολογίας σε διεθνές επίπεδο. Η Μουσικολογία, πιστή στις αρχές του πλουραλισμού στις οποίες δεσμεύτηκε ευθύς εξαρχής, παρέχει βήμα έκφρασης στους νέους επιστήμονες που γίνεται γι’ αυτούς κίνητρο έρευνας και δημιουργίας.

Κατά την πάγια πρακτική του περιοδικού, η ύλη του κατανεμήθηκε σε ενότητες αναφορικά προς τα επιμέρους πεδία. Με αφορμή την πρόσφατη αναγόρευση του Μιχάλη Αδάμη σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, η πρώτη ενότητα του τεύχους επικεντρώνεται σε όψεις και ερευνητικά ζητήματα του κλάδου της μουσικής τεχνολογίας. Στο κείμενο της αναγόρευσής του, που πρωτοδημοσιεύεται εδώ, ο Μιχάλης Αδάμης συγκεφαλαιώνει με την ιδιοσυγκρασία της γραφής του τις απόψεις του περί της σχέσης Τέχνης και Λόγου, αλλά και περί της σχέσης Νέου και Παράδοσης στο έργο του. Έχει δε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σε αυτό θίγονται καίρια ζητήματα της μουσικής αισθητικής, τα οποία σπάνια προσεγγίζονται με τόση επίγνωση από τους συνθέτες. Το δε κείμενο της Αναστασίας Γεωργάκη και του Απόστολου Λουφόπουλου, που ακολουθεί, έρχεται να ρίξει φως σε ουσιαστικές πτυχές του έργου του Αδάμη κυρίως κατά την περίοδο 1964-1978, όπου γίνεται πράξη το όραμα της ενοποίησης Νέου (ηλεκτροακουστική μουσική) και Παράδοσης (βυζαντινή μουσική). Η ενότητα ολοκληρώνεται με το άρθρο της Αντωνίας Ξυνογαλά, που έρχεται να συμβάλει ως εισαγωγή σε ζητήματα επιστημολογίας και μεθοδολογίας της τρέχουσας έρευνας στο νεοσύστατο πεδίο της ψηφιακής μουσικής τεχνολογίας.

Η επόμενη, και εκτενέστερη, ενότητα περιλαμβάνει επιστημονικές συμβολές στα πεδία της αισθητικής της μουσικής, της ιστορικής μουσικολογίας και της μουσικής θεωρίας. Στο άρθρο της γνωστής γερμανίδας μουσικολόγου και μουσικοπαιδαγωγού Renate Wieland αναπτύσσονται ζητήματα που απασχολούν τη σύγχρονη, διαμεσολαβημένη από τη μετανεωτερικότητα και κριτικά τοποθετημένη απέναντί της, συζήτηση σχετικά με τη σχέση κατανόησης και ερμηνείας στη μουσική. Ως κεντρική θεματοποιείται η αντορνική έννοια της «μίμησης», που αναφέρεται στην άρση τόσο της ιδεαλιστικής όσο και της θετικιστικής πραγμοποίησης της πρόσληψης των μουσικών έργων, μέσω μιας ιδιάζουσας άφεσης στις εκφραστικές πτυχές της μουσικής που υποστηρίζεται από την ενδελεχή ανάλυση των έργων. Η Wieland δείχνει επίσης με ποιον τρόπο ο Adorno προβαίνει σε κριτική της ιστορικιστικής κατανόησης της μουσικής προκρίνοντας μιαν ολοένα μεταβαλλόμενη, ζωντανή ερμηνευτική προσέγγιση των μουσικών έργων.

Στο παρόν τεύχος ο Μηνάς Αλεξιάδης συμβάλλει με ένα πρωτότυπο κείμενο σχετικά με τις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές παραμέτρους της μουσικής δημιουργίας κατά την ιστορική περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο ρόλος του αμερικανικού παράγοντα, της νέας τέχνης του κινηματογράφου και της βιομηχανίας που συνδέεται μαζί του, της τεχνολογίας, των αλλαγών στις μουσικοθεσμικές δομές κ.ο.κ. αναδεικνύεται ως καθοριστικός στη διαμόρφωση μιας νέας μουσικής τέχνης, όπου επιχειρείται η άρση του χωρισμού «σοβαρού» και «διασκεδαστικού» προς την κατεύθυνση της «νέας αντικειμενικότητας». Στο κείμενο του Ίωνα Ζώτου παρακολουθούμε έναν ενδιαφέροντα συνδυασμό έρευνας πηγών, προσωπικών μαρτυριών και κοινωνικοϊστορικής τεκμηρίωσης που συμβάλλει στην αποσαφήνιση της ιστορικής εικόνας για το έργο και την προσωπικότητα του Νίκου Σκαλκώτα και με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του.

Με το εκτενές άρθρο της, η Ιουλία Λαζαρίδου-Ελμαλόγλου επιχειρεί μιαν αναδρομή σε έννοιες, ορισμούς και επιχειρήματα που αφορούν την πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη έννοια της προγραμματικής μουσικής. Το θέμα αναπτύσσεται σχεδόν εξαντλητικά με αναφορά σε μιαν εκτενέστατη βιβλιογραφία. Έτσι, το κείμενο αποκτά το χαρακτήρα μιας πρώτης στην ελληνική γλώσσα εμπεριστατωμένης εισαγωγής στην προγραμματική μουσική. Ζητήματα μουσικής ανάλυσης πραγματεύονται τα δύο άρθρα που ακολουθούν, της Μαρίας Σουρτζή και του Βασίλη Καλλή. Στο πρώτο έχουμε ένα υπόδειγμα μουσικής ανάλυσης που επιδιώκει την υπέρβαση της σχηματικής μορφολογικής ανάλυσης προς την κατεύθυνση αυτού που ο Adorno αποκαλούσε «υλική μορφολογία» και η οποία εστιάζει στην οργανική και λειτουργική αλληλοδιαπλοκή των θεματικών στοιχείων. Το δε κείμενο του Βασίλη Καλλή αποτελεί την πρώτη στην ελληνική γλώσσα μουσικο-αναλυτική εργασία τόσο γύρω από το έργο του Σκριάμπιν, όσο και σχετικά με γόνιμες εφαρμογές της λεγόμενης «θεωρίας συνόλων» (Set Theory) του αμερικανού μουσικολόγου Allen Forte. Με τον τρόπο αυτόν ο αναγνώστης εισάγεται σε μια εντελώς διαφορετική λογική μουσικής ανάλυσης, που αντιπαρατίθεται με τον δικό της τρόπο στην παραδοσιακή, συμπληρώνοντάς την.

Αλληλοσυμπληρωματικό χαρακτήρα έχουν τα άρθρα του λατινιστή φιλόλογου Δημήτρη Μαντζήλα και του εθνοϊστορικού μουσικολόγου Αναστάσιου Χαψούλα. Με υποδειγματική μεθοδικότητα ο Μαντζήλας ανασυστήνει την εικόνα των περί μουσικής αντιλήψεων στο λατινικό κόσμο από τον 1ο π.Χ. μέχρι και τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Το κείμενο αποτελεί μια πρώτη εμπεριστατωμένη, πλούσια σε πληροφορίες πηγή για περαιτέρω έρευνα σε μια περιοχή της ιστορικής μουσικολογίας σχετικά άγνωστη στη χώρα μας. Επιπλέον, αναδεικνύονται οι σχέσεις των Λατίνων συγγραφέων προς την αρχαιοελληνική μουσικοθεωρητική παράδοση καθώς και οι αποκλίσεις από αυτήν. Ο Χαψούλας, από τη δική του μεριά, έχοντας επίγνωση της στενότητας των πηγών, καταθέτει μια πρωτότυπη έρευνα σχετικά με την κοσμική μουσική στο Βυζάντιο – μια σχετικά άγνωστη πτυχή του – με αναφορά στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας κατά τον 4ο αιώνα, ολοκληρώνοντας έτσι την εικόνα μας σχετικά με τις μεσαιωνικές αντιλήψεις περί μουσικής.

Η έρευνα στο πεδίο της εθνομουσικολογίας συνεχίζεται πλέον υπό τη σκιά της απώλειας του Γεώργιου Αμαργιανάκη (1938-2003). Το καθήκον της συνέχισης του έργου του έχουν αναλάβει μαθητές του, όπως η Ειρήνη Θεοδοσοπούλου, η οποία συμβάλλει στην εθνομουσικολογική έρευνα επανεξετάζοντας στο εδώ άρθρο της ζητήματα που αφορούν τις καταγραφές των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών στο σύστημα της ευρωπαϊκής σημειογραφίας. Το θέμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, καθώς θίγει τη σχέση πρόσληψης και κατανόησης της εξωευρωπαϊκής μουσικής διαμέσου των συστημάτων καταγραφής της.

Στα δύο άρθρα της επόμενης ενότητας έμφαση δίνεται στην εκκλησιαστική μουσική. Στη μελέτη της Φλώρας Κρητικού εξετάζεται το ενδιαφέρον ζήτημα της απόκλισης της μουσικής πρακτικής από τη θεωρία, με αναφορά σε λατινικούς παλαιοχριστιανικούς ύμνους της αμβροσιανής περιόδου. Το πρόβλημα της διάστασης μουσικής θεωρίας και πρακτικής στη μεσαιωνική μουσική, αυτή τη φορά στην ανατολική μουσική παράδοση, εξετάζει και το άρθρο του Ευστάθιου Μακρή, μέσω λεπτομερούς αναφοράς στα Αρμονικά του Μανουήλ Βρυέννιου. Η αλληλοσυμπληρωματικότητα των κειμένων είναι εμφανής και σε αυτή την περίπτωση.

Τέλος, αναφορά γίνεται στο πρόβλημα του διεπιστημονικού χαρακτήρα της μουσικής διδασκαλίας στο άρθρο της Σμαράγδας Χρυσοστόμου. Διευρύνοντας το πλαίσιο της μουσικοπαιδαγωγικής προς τα πεδία της αισθητικής και της φιλοσοφίας, η Χρυσοστόμου εξετάζει ερωτήματα σχετικά με τους γνωσιοθεωρητικούς όρους σύστασης μιας διαθεματικής μουσικής εκπαίδευσης.

 

© Περιοδικό «Μουσικολογία»